Σελίδες

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2024

  Κοκκινιστό με σκαντζόχοιρο


Κάπου στα 18 μου χρόνια (γύρω στα 1968-69) ξεκίνησα με το φίλο και συμμαθητή Γιάννη για το μεγάλο ταξίδι: Θα πηγαίναμε στην Πάτρα με το ΚΤΕΛ, όπου εκείνος θα λάβαινε μέρος σε ένα διαγωνισμό. Εγώ είχα ήδη πετύχει στο Πανεπιστήμιο και δεν ενδιαφερόμουν, ο φίλος δεν είχε περάσει κι έτσι έψαχνε κι άλλες πιθανότητες μελλοντικής επαγγελματικής αποκατάστασης, μέχρι να κυλήσει ο χρόνος και να ξαναδώσει εξετάσεις. Ο διαγωνισμός θα γινόταν από κάποια τράπεζα που ήθελε να προσλάβει 50 άτομα. Οι ελπίδες του Γιάννη για πρόσληψη ήταν μηδαμινές. Ξέραμε όλοι πολύ καλά ότι στο τέλος τις θέσεις θα έπαιρναν όσοι είχαν τα μέσα, ο διαγωνισμός γινόταν “δια το θεαθήναι”, χούντα είχαμε, αυτά διατυμπανίζονταν σαν “φιλελεύθερα μέτρα”. Αλλά έστω κι αν είχε μια ελπίδα ο φίλος, αυτή διαλυόταν από τον πολύ μεγάλο αριθμό των υποψηφίων: 40-50 χιλιάδες για 50 θέσεις. Πιθανότητες μία στις χίλιες. 

   Παρ’όλα αυτά, η ιδέα του ταξιδιού ήταν ελκυστική, η Πάτρα από τα Γιάννενα ήταν πολύ μακρυά τότε κι εμείς δεν είχαμε ξαναπάει. Θα φεύγαμε ενωρίς το πρωί, εκείνος θα πήγαινε στο εξεταστικό κέντρο, που ήταν στις αίθουσες του τότε Πανεπιστημίου, στο κέντρο της πόλης. 

  Εγώ θα τον περίμενα χαζεύοντας στα πέριξ, μετά θα παίρναμε το αστικό και θα πηγαίναμε στην Πατρινή παραλία για μπάνιο. Κατόπιν θα παίρναμε πάλι το αστικό, θα πηγαίναμε στο Ρίο και θα περιμέναμε το λεωφορείο του ΚΤΕΛ που θα ερχόταν από Αθήνα για να μπει στο φεριμπότ. Όλα έγιναν όπως τα είχαμε υπολογίσει. Τα θέματα στις εν λόγω εξετάσεις ήταν φυσικά άπιαστα και πολλά. Ο φίλος δεν πρέπει να έπιασε ούτε τη βάση, οπότε το ρίξαμε στην πλάκα. 

  Κάναμε το μπάνιο μας, γλυκοκοιτάξαμε μερικά όμορφα κορίτσια που χαίρονταν κοντά μας τη θάλασσα και αφού ήπιαμε σαν άρχοντες το καφεδάκι μας και φάγαμε από ένα σάντουϊτς στην καντίνα, ξεκινήσαμε για το Ρίο. Φτάνοντας στο πλοίο κι εκεί που περιμέναμε να φανεί το λεωφορείο, παρατηρούσαμε τα φορτηγά που επιβιβάζονταν. Η ξαφνική ιδέα έπεσε: 

- Αντί να πάμε με το ΚΤΕΛ, δεν κοιτάμε μήπως μας πάρει κάνας φορτηγατζής;  Έτσι θα γλιτώσουμε και τα εισιτήρια και θάχουμε στα Γιάννενα παραπανίσιο χαρτζιλίκι για κάνα τσιγάρο και τίποτα μπύρες, αύριο-μεθαύριο. Έτσι και έγινε. Ο κυρ-Κώστας από την Αρδομίστα γύριζε από Αθήνα όπου είχε πάει αγώι και θα μας έπαιρνε ευχαρίστως, άδειος ήτανε, παρέα ήθελε, φτάνει να του δίναμε το… κατιτίς του “για τα καύσιμα ρε παιδιά”. 

-Κυρ-Κώστα, αν είχαμε θα σου δίναμε, αλλά τι να πάρεις από μας, φοιτητές είμαστε, που να τα βρούμε τα λεφτά; 

-Άειντε τώρα, δεν θα πλερώνατε εισιτήρια στο ΚΤΕΛ; Δώστε μου τα μισά και εντάξει. 

 Το παζαρέψαμε λίγο, του κόψαμε κάτι,ανεβήκαμε στο φορτηγό και … δρόμο. Βγαίνοντας από το πλοίο είχε ήδη πέσει το σκοτάδι και … ντουκου ντούκου μηχανάκι ο κυρ Κώστας πήρε το δρόμο σιά παν’ κατά την ανηφόρα. Περάσαμε το Μεσολόγγι, περάσαμε το Αγρίνιο, περάσαμε την Άρτα. Μετά την Άρτα ο οδηγός μας άρχισε να νυστάζει, το αμάξι αντί για ευθεία έκανε βόλτες. Μία κατά το λαγκάδι στα δεξιά, μία κατά τα βράχια στα αριστερά. Ανατριχιάσαμε. 

-Κυρ-Κώστα, … νυστάζεις, πρόσεχε, θα μας φάει το μαύρο το σκοτάδι! 

-Μπα, μην ανησυχείτε, έτσι κάνουμε εμείς οι … επαγγελματίες. Θα ξενυστάξω … οδηγώντας. 

 Ο Γιάννης συνήθως ήταν λαλίστατος, τα ανέκδοτα και τα τραγούδια του Καζαντζίδη τα είχε πάντα στην άκρη της γλώσσας. Από την τρομάρα του όμως τούτη την ώρα που αυτά ακριβώς χρειαζόμαστε για να κρατάμε ξύπνιο τον οδηγό, είχε πάθε γλωσσοδέτη. Είχε γουρλώσει τα μάτια κοιτώντας τον και δεν έβγαζε λέξη. Αφού είδα ότι δεν γινόταν τίποτα έτσι και ότι ο κυρ- Κώστας δεν ήθελε και πολύ να μας πετάξει στο Λούρο, έβαλα σε ενέργεια τα μεγάλα μέσα: Κάθε φορά που έβλεπα ότι πάει να γλαρώσει, του έριχνα μια δυνατή αγκωνιά. Εκείνος τιναζόταν αλλά ξύπναγε με διαμαρτυρίες: 

 -Για κάτσε καλά φοιτητή, θα μας σκοτώσεις με τσ’αγκωνιές σου. Με τα πολλά τον πείσαμε να σταματήσει κάπου, να τον κεράσουμε καφέ, να ξαγρυπνήσει, να φτάσουμε ζωντανοί. Μόλις φτάσαμε Γιάννενα, του δώσαμε το κατιτίς και κόψαμε λάσπη για το σπίτι μου που ήτανε πιο κοντά πανικόβλητοι και τρέμοντας από τη λαχτάρα που πάθαμε. Εκεί μας περίμενε η οικογένεια, μας δέχτηκαν με χαρά. Είπαμε τα καθέκαστα, μας επιτίμησαν σκληρά όμως για την ανοησία της ιδέας για οτοστόπ, “Δεν σας είχαμε δώσει λεφτά για το εισιτήριο; Τι βλακείες είναι αυτές;”, είπε ο πατέρας μου. Η αλήθεια βέβαια ήταν ότι αυτό ίσχυε κατά το ήμισυ. Εγώ είχα πάρει λεφτά από τους γονείς μου, αλλά ο Γιάννης που ήταν από χωριό, έμενε σε νοικιαστό σπίτι στο Κάστρο με τα δυο του αδέλφια και λεφτά τους έστελναν μόνο για το φροντιστήριο του Γιάννη, για το νοίκι και τη διατροφή τους. Αν ήθελαν κάτι παραπάνω, έπρεπε να δουλέψουν τα ίδια για να το κερδίσουν. 

   Ο Γιάννης πούλαγε κάνα λαχείο για το περίσσιο χαρτζιλίκι ή ξεφόρτωνε τίποτα μπύρες στην αντιπροσωπεία του Φιξ ή τίποτα κεραμίδια σε μια εταιρεία με οικοδομικά υλικά. Φυσικά κι εγώ ξεφόρτωνα που και που τίποτα φρουτικά στη λαχαναγορά όπου δούλευε ο πατέρας μου, καμιά φορά και κάνα κεραμίδι μαζί με το Γιάννη, αλλά για μένα ήτανε πολύ βαριές δουλειές, ο Γιάννης ήταν διπλάσιος σε βάρος και πολύ πιο μυώδης και ψημένος στη σκληρή δουλειά. 

    Ο πατέρας μου που του άρεσε η μαγειρική, μας είπε ότι είχε ετοιμάσει ένα ραγού “να γλύφετε τα δάχτυλά σας”. Μας πληροφόρησε ότι “εκτός από το μοσχαράκι στο ραγού, σας έχω και μερικά κομμάτια κουνέλι που το έκανα κι αυτό με την ίδια σάλτσα”. Είχαμε ψοφήσει στην πείνα και οι δυο, αλλά τα 120 κιλά του Γιάννη ήταν πολύ πιο απαιτητικά. Φάγαμε όλα τα μακαρόνια, το μοσχαράκι και το κουνέλι, που ήταν πεντανόστιμα. Δώσαμε πολλά συγχαρητήρια στο μάγειρα και χορτάτοι αποχαιρετιστήκαμε, ο Γιάννης παίρνοντας την κατηφόρα για το Κάστρο κι εγώ την ανηφόρα, για το πάνω πάτωμα όπου ήταν το κρεβάτι μου. Τις επόμενες μέρες θυμόμαστε με νοσταλγία τις ώρες που περάσαμε στο ταξίδι, τον κυρ-Κώστα που παραλίγο να μας στείλει στον άλλο κόσμο, μα πάντα κλείναμε τις συζητήσεις μας με το “υπέροχο ραγού του πατέρα σου”. 

  Μια μέρα, εκεί που το συζητούσαμε πάλι μπροστά του, μήπως και φιλοτιμηθεί να ξαναμαγειρέψει κάτι ανάλογο, τον ακούμε να λέει ανάμεσα στα γέλια των υπόλοιπων μελών της οικογένειας: 

-Ωραίος όμως ο σκαντζόχερας, ε; 

-Μα δεν έχουμε φάει, του λέμε και οι δυο με μια φωνή. 

-Για σωπάτε ρε παιδιά κι επροχτές τι λέτε να εφάγατε; 

-Μοσχαράκι και κουνέλι! (Λες;) 

-Δεν σου είχα πει πως θα σε ταΐσω σκατζόχερα για να γίνεις καλά από τσου ρευματισμούς σου; 

-Και μας τον επαρουσίασες για κουνέλι ε; 

-Αμ πως αλλιώς θα τον ετρώγατε; 

-Καλά ο γιος σου κυρ Γεράσιμε, εγώ τι έφταιγα, λέει ο Γιάννης. 

-Λες να σε χάλασε βρε Γιάννη; Εγώ θυμάμαι που πήγατε να βγάλετε τα μάτια σας με τα πιρούνια στην πρεμούρα σας μη μείνει κάνα κομμάτι. Αλλά και τι να σου κάμω; Γι αυτά δεν είναι οι φίλοι;

-Δε βαριέσαι κυρ Γεράσιμε, ήταν πολύ ωραίος και πολύ καλύτερος από τα βατραχοπόδαρα που φάγαμε πριν μερικές μέρες στη Ντραμπάτοβα στην εκδρομή με το Φροντιστήριο. Καλά να είσαι και μακάρι να έγινε καλά ο φίλος μου. 


 Δεν ξέρω αν έγινα καλά από το σκατζόχερα ή από τα φάρμακα. Ο πατέρας μου φυσικά ήτανε βέβαιος ότι χωρίς το σκατζόχερα δεν θα γινότανε δουλειά.





Παρασκευή 5 Μαρτίου 2021

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

 Αναμνήσεις από την δουλειά μου

Φροντιστήριο Μαθηματικών εν Λεχαινοίς.



Είμαστε στα 1976 στο Βαρθολομιό. Προσπαθώ να βρω δουλειά. Ο στρατός μετά από 32 μήνες θητεία εδέησε να με αφήσει να επανέλθω στην κοινωνία το Σεπτέμβρη. Μετά από μια σύντομη έρευνα, αποφασίζω να ανοίξω ένα φροντιστήριο στα Λεχαινά. Νοικιάζω ένα οίκημα και εξασφαλίζω τα χρειώδη (θρανία, πίνακες κλπ).
Παίρνω ένα κατάλογο από το αρμόδιο γραφείο (Επιθεώρηση Μέσης Εκπαίδευσης Ηλείας-Ζακύνθου) με τα χρειώδη προκειμένου να πάρω άδεια και αρχίζω τις προετοιμασίες. Βαψίματα, μικροεπισκευές κλπ.
Στον κατάλογο υπάρχουν καμιά εικοσαριά απαιτήσεις που οι πιο απαραίτητες είναι:
-Να πέφτει το ηλιακό φως στον πίνακα από πίσω και αριστερά.
-Να υπάρχουν χωριστές τουαλέτες αγοριών – κοριτσιών και βρύση πόσιμου νερού.
Οι πόρτες να ανοίγουν προς τα έξω.
-Να υπάρχει προαύλιο
Σκληρή δουλειά το τελευταίο καθώς το οίκημα που νοίκιασα είχε μεν πίσω αυλή αλλά μέσα στην αυλή αυτή υπήρχε ένα βουνό από χώμα και μπάζα. Που να βρεθούν τα λεφτά για εργάτες, φορτηγά κλπ. Ο προϋπολογισμός μου είχε εξαϋλωθεί με τα υπόλοιπα. Πιάνω λοιπόν μόνος μου το φτυάρι και την αξίνα και αρχίζω την επιχείρηση. Σε μερικές μέρες είχα ισοπεδώσει το χώμα και στη θέση του βουνού υπήρχε πια ένα όμορφο και καθαρό προαύλιο. Είχε την περίφραξή του και επισκεύασα όσο μπορούσα καλύτερα το μόνιμα ανοιχτό πορτόνι του. Είμαι στην πρώτη αίτηση και περιμένω τον επιθεωρητή από τη Αμαλιάδα να κάνει τον έλεγχο. Είμαι πολύ κουρασμένος, αλλά ευχαριστημένος:
- Τα πάντα είναι στην εντέλεια, βρύσες, πόρτες, πίνακες, θρανία, αυλή, τουαλέτες, περίφραξη, αυλόπορτα.
-Ο επιθεωρητής είναι ο Γυμνασιάρχης μου στα γυμνασιακά μου χρόνια στη Ζάκυνθο. Η γυναίκα του με αγαπούσε, την είχα φιλόλογο στη Β΄τάξη.
- Με το που τελείωσα τις εργασίες και κρέμασα τη φωτεινή επιγραφή “ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ”, ένα πλήθος παιδιών άρχισε να καταφτάνει, να δίνει προκαταβολή και να ζητάει να ξεκινήσουν μαθήματα όσο γίνεται πιο γρήγορα.
Κάθομαι και τον περιμένω. Καταφτάνει κάποια στιγμή ίδιος κι απαράλλαχτος όπως τον θυμόμουν, αυστηρός και μονόχνοτος. Προσπαθώ να του θυμίσω εκείνα τα χρόνια, τίποτα. Με κοιτάζει άγρια και μου λέει ότι αυτά περάσανε, χαίρεται που είμαστε πατριώτες και τον είχα Γυμνασιάρχη, αλλά τώρα στη δουλειά μας.
-Δείξτε μου κύριε τι έχετε κάνει.
Πιάνει τον κατάλογο και αρχίζει να τσεκάρει ένα ένα τα απαιτούμενα. Σε κάθε ένα που έχω κάνει σωστά, στραβομουτσουνιάζει και με αγριοκοιτάζει. Παρόλα αυτά η επιθεώρηση προχωράει, φτάνουμε στις καινούργιες τουαλέτες και εκείνη τη στιγμή κάποιος χτυπάει την πόρτα, οπότε ζητάω συγγνώμη από τον επιθεωρητή και μπαίνω μέσα πάλι για να δω τι συμβαίνει. Μόλις τελειώνω και γυρίζω πίσω να ξανασυναντηθώ με τον επιθεωρητή, τον βλέπω να ισιώνει τη γραβάτα του, να κουμπώνει το παλτό του, να παίρνει το καπέλο του και το μπαστούνι του, να φορεί τα γάντια του και να αναχωρεί.
-Κύριε επιθεωρητά, του λέω, θα μου πείτε τι έγινε με την επιθεώρηση?
-Βεβαίως, απορριφθήκατε, αντίο σας. Δεν έχετε αύλειο χώρο.
-Μα πως, δεν τον είδατε? Έσκαβα μέρες, εκεί δεν σας άφησα?
-Α, αυτό λέτε εσείς “αύλειο χώρο”?
-Ε, αυτό.
-Λυπάμαι κύριε, αυτό δεν είναι αύλειος χώρος. Σταύλος είναι, να πάτε να δείτε. Και πάλι αντίο σας.
Έμεινα άναυδος. Μέχρι να πάρω ανάσα ο επιθεωρητής έγινε καπνός. Μάζεψα τα κομμάτια μου και πήγα στον “αύλειο χώρο”, όπου κάποιος ρέκτης αγρότης που ήρθε για ψώνια στην πόλη, παραβίασε την αυλόπορτα, έδεσε μέσα στην αυλή το μουλάρι του που έκανε μαζεμένες όλες τις ανάγκες του παρουσία του “κόντε” Μαρίνου του επιθεωρητή. Ο αγρότης δεν πρόσεξε ούτε ότι εγώ είχα ανοίξει φροντιστήριο, ούτε ότι είχα δουλέψει μέρες σκάβοντας και φτυαρίζοντας, ούτε ότι υπήρχε κλειστή αυλόπορτα. Βλέπετε ο καταπατητής πάντα κάνει ότι δεν βλέπει.

Πως και πότε πήρα την άδεια.
Έχουμε φτάσει στο Μάη του 1977, στα Λεχαινά, άδεια δεν μου έδωσαν και δεύτερη φορά. Ο ίδιος επιθεωρητής με ξανάκοψε με τον ίδιο σκληρό και αυταρχικό τρόπο. Τούτη τη φορά βρήκε πως οι τοίχοι είχανε υγρασία, πράγμα που δεν είχε πει την πρώτη φορά. Ο καιρός περνάει, τα παιδιά έρχονται όλο και περισσότερα, το φροντιστήριο λειτουργεί κανονικά με τον ιδιοκτήτη να τρέμει στην ιδέα κάποιου καλοθελητή ή αντίζηλου που θα ειδοποιούσε τον επιθεωρητή.
Κάθε βράδυ, μετά τη λήξη του ωραρίου, στο Βαρθολομιό βέβαια, τα λέμε με τους φίλους στο καφενείο. Κάποιοι έμπειροι μου λένε:
-Μη φοβάσαι Γιώργη, κάνε τη δουλειά σου, κι αν έρθει ο επιθεωρητής από κάρφωμα, θα πεις ότι δεν έκλεψες, δεν σκότωσες, δουλεύεις τίμια να ζήσεις.
-Καλά δεν έχεις κάποιον να τονε βάλεις να του μιλήσει? Αυτός θα στο κλείσει το μαγαζί.
Αυτές οι κουβέντες δεν με άφηναν να κλείσω μάτι για μέρες. Πίσω μου σ΄έχω σατανά, σκεφτόμουν. Στο τέλος θα αναγκαστώ με τον κόντε Μαρίνο να κάνω αυτό που δεν θέλω, αλλά τι να γίνει, η μισή ντροπή δική του κι η μισή δική μου. Αφού η σκληρή ανάγκη μ΄ έκανε να ξεπεράσω τους δισταγμούς μου, άνοιξα τον κατάλογο του ΟΤΕ, βρήκα το τηλέφωνό του στην Αθήνα που έμενε πια, βεβαιώθηκα ότι ό ίδιος ήτανε στην Αμαλιάδα … και το κάλεσα.

-Ποιος είναι; Ακούω τη φωνή της κυρίας Φιφίκας, της γυναίκας του κόντε τυράννου μου.
-Έχουν περάσει αρκετά χρόνια κυρία Φιφίκα, αλλά αν σας πω για ένα μαθητή σας που έγραψε μια έκθεση τόσο ωραία που για δυο ώρες τη διαβάζατε σε όλη την τάξη; Είχατε πει να γράψουμε “ελεύθερο θέμα” και ο μαθητής έγραφε για μια χελιδονοφωλιά με δυο χελιδονάκια που ένα φίδι σερνόταν …
-Αχ, εσύ είσαι παιδάκι μου; Σε θυμάμαι και πολύ καλά. Που είσαι τι κάνεις, χαίρομαι τόσο να σε ακούω.
Της είπα στα γρήγορα αυτά που ρωτούσε και στο τέλος:
- Όλα καλά κυρία, δουλεύω, έχω πολλούς μαθητές, αλλά ξέρετε … να … το Φροντιστήριο δεν έχει άδεια. Μάλιστα παρά τις σκληρές μου προσπάθειες … απορρίφθηκα δύο φορές.
-Μη μου πεις… Αυτό το γαϊδούρι ο άντρας μου ε; Άσε, θα το τακτοποιήσω εγώ το θέμα.
Κλείσαμε το τηλέφωνο καταχαρούμενοι και ενθουσιασμένοι και οι δύο, ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Ξαναέκανα την αίτηση για επιθεώρηση, ειδοποίησα τα παιδιά να μην έρθουν εκείνη τη μέρα, σκούπισα, καθάρισα, έβαψα και την κύρια αίθουσα ένα καλό χέρι, καθάρισα καλά τις τουαλέτες και κλείδωσα καλά την εξώπορτα του προαυλίου μην τυχόν και θυμηθεί κανένας ρέκτης συμπολίτης να δέσει καμιά καμήλα και περίμενα τον κόντε ατσαλάκωτο.
Κάποια στιγμή έσκασε μύτη, ήρθε μέσα:
-Καλημέρα σας κύριε Πυλαρινέ, πως τα πάτε; Και μη μου κλαφτείτε ότι έχετε ανάγκες και σας κόβω το μεροκάματο. Ξέρω πολύ καλά πως μεροκάματο δεν έχετε χάσει.
- Εμ, τι να κάνω, αν δεν δούλευα τόσον καιρό, τι θα μου λέγατε να κάνω;
- Ας τα αφήσουμε αυτά, ορίστε η άδειά σας. Καλές δουλειές.
-Μα δεν θα κοιτάξετε τους τοίχους για υγρασίες, δεν θα δείτε αν καμιά πόρτα ανοίγει λάθος, δεν θα κοιτάξετε αν είναι κανένα μουλάρι στο… στάβλο;
-Όχι δεν θα κοιτάξω τίποτα, τα έχω δει τις άλλες φορές, είμαι βέβαιος ότι παίρνεις άριστα.
- Μα … ο εξαεριστήρας που δεν είχα, δεν …
- Όχι. Δεν. Τέλος με την άδεια.
- Ευχαριστώ πολύ Τι να πω…
-Τι να πεις; Βέβαια, τι να πεις; Τα είπες όλα στη Φιφίκα. Αντίο σας κύριε και καλές δουλειές. Και … συγγνώμη.
Έφυγε τσαλακωμένος ο κόντε τύραννος και δεν ξαναειδωθήκαμε γιατί τελειώνοντας η σχολική χρονιά συνταξιοδοτήθηκε.

Πως ελέγχουμε ένα φροντιστήριο
Το φροντιστήριο το δούλεψα και την επόμενη σχολική χρονιά, και άρχισα να συνηθίζω στα καλά λεφτά και στην σκληρή δουλειά. Η περίσταση είχε πολλά χιλιόμετρα με ένα μηχανάκι SIMPSON με τρεις ταχύτητες, εντελώς της πλάκας, σκέτο ερείπιο, που μου είχε χαρίσει ένας από τους μαθητές μου. Το είχε παρατημένο στην αυλή, ήταν γεμάτο κουτσουλιές από τις κότες του και μου το έδωσε με την ελπίδα ότι θα μπορούσα να το θέσω σε λειτουργία. Ήτανε θείο δώρο για μένα, που το καθάρισα και το επισκεύασα όσο καλύτερα γινότανε. Θυμάμαι ότι κάποια φορά κι ενώ προσπαθούσα να πάω στη δουλειά μου, του έπεσε το πίσω φτερό και μια άλλη φορά ένα κομμάτι της εξάτμισης. Ο μαθητής μου αυτός μου το χάρισε γιατί με λυπήθηκε καθώς με έβλεπε να προσπαθώ να ταιριάξω το απαιτητικό ωράριο της δουλειάς μου με τα σχεδόν ανύπαρκτα και αταίριαστα δρομολόγια του ΚΤΕΛ ή τις χρονοβόρες προσπάθειές μου να βρω κάποιον γνωστό ή άγνωστο που θα με έπαιρνε μαζί του στο αυτοκίνητο ώστε να προλάβω την ώρα του μαθήματος ή να γυρίσω κάποια ανθρώπινη ώρα σπίτι μου. Το μηχανάκι αυτό με εξυπηρέτησε κάνα-δυο μήνες και μετά τα έφτυσε τελείως κι έτσι το παράτησα στο δρόμο όπου το περίμενε με ανοιχτές αγκάλες ο τύπος με το DATSUN που πέρναγε έχοντας στη διαπασών την κασέτα “ Όλα τα παλιά μαζεύω, αυλές καθαρίζω, παλιοσίδερα παίρνω”.

Με το SIMPSON όμως καλόμαθα στην άμεση εξυπηρέτηση, γλύτωσα από την κατάρα των δρομολογίων του ΚΤΕΛ και από την αβεβαιότητα του ωτο-στοπ κι έτσι έψαξα να βρω μια καλύτερη λύση. Ένας συνεπώνυμος και συγχωριανός, ήθελε να κάνει “αναβάθμιση” και πουλούσε το μηχανάκι του σε τιμή που μπορούσα πια να πληρώσω. Ήταν ένα PUCH, χωρίς ταχύτητες, με πετάλια. Τα πετάλια τα είχε αντί για μανιβέλα και έπιανε 50 χιλιόμετρα την ώρα αν δεν είχες κόντρα τον αέρα σε οριζόντιο δρόμο. Στην κατηφόρα και με ευνοϊκό άνεμο, άν έσκυβες και αρκετά πάνω στο τιμόνι για να μειώνεις την αντίσταση, μπορούσε να πιάσει και 80 όμως.

Πάνω στην άνοδο της φροντιστηριακής πελατείας, εκεί που είχε αρχίσει να λαδώνει το άντερο, όπως λέει ο λαός, νάσου κι έρχεται ο διορισμός μου ως αναπληρωτή στο δημόσιο σχολείο. Το πρωί αναπληρωτής στο σχολείο, μόλις γύριζα σπίτι μου το μεσημέρι, έπρεπε να φάω στα γρήγορα και να φύγω επειγόντως με το PUCH για τα Λεχαινά για να είμαι έγκαιρα στο μάθημα. Οι μαθητές μου με περίμεναν πάντα στο δρόμο. Η σχολική χρονιά κύλησε έτσι και άρχισε η επόμενη. Το φροντιστήριο λειτουργούσε κανονικά και φτάσαμε στο Νοέμβρη οπότε ήρθε καθυστερημένα κι ο διορισμός μου σαν μόνιμος.

Τα πράγματα με αιφνιδίασαν γιατί έγινε πιο αργά από ότι περίμενα και αν ήθελα να παρουσιαστώ και να μη χάσω το διορισμό, έπρεπε να κλείσω το φροντιστήριο, δηλαδή έπρεπε τα παιδιά να βρούνε άλλη λύση, να ξενοικιάσω το κτίριο και να κάνω κάτι με τα θρανία, τις έδρες και όλα τα σχετικά. Είχα 20 μέρες προθεσμία να παρουσιαστώ πριν ανακληθεί ο διορισμός.

Έπεσα στα μαύρα πανιά. Ο μισθός στο δημόσιο ήταν πολύ λιγότερος από αυτά που μου άφηνε το φροντιστήριο. Έφαγα 3-4 μέρες για να το αποφασίσω και μετά άρχισα το ψάξιμο για το πως θα το κλείσω. Ο καλύτερος φίλος μου ο Γιώργης ήτανε στο δεύτερο έτος της Μαθηματικής σχολής και είχε φάει ήδη 4 χρόνια για να φτάσει ως εκεί, καθώς η κατάληψη που είχανε κάνει κοντράροντας στον νόμο 815, τους άλλαξε τα φώτα. Αυτό έγινε καθώς μετά τη λήξη των καταλήψεων και την κατάργηση του 815, βρέθηκαν απέναντι σε ... νεωτερισμούς όπως ο τριπλασιασμός των μαθημάτων, η εντατικοποίηση και η αυστηροποίηση των εξετάσεων κλπ κλπ . Το καθηγητικό κατεστημένο που ήτανε φίλα προσκείμενο στα κομματικά γραφεία των κυρίαρχων κομμάτων (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ) , δεν μπορούσε να συγχωρήσει εύκολα την αντίδραση των - ανεξάρτητων κυρίως- φοιτητών στο νόμο της ΝΔ που ήθελεμεταξύ άλλων να επιβάλλει μείωση των εξεταστικών περιόδων από τρεις σε δύο και να θεσμοθετήσει ανώτατο χρονικό όριο σπουδών. Άλλες διατάξεις του αφορούσαν το «επικουρικό» διδακτικό προσωπικό των ΑΕΙ και την “οριοθέτηση” του πανεπιστημιακού ασύλου. Τα πιο συντηρητικά κόμματα πάντα τα βάζουν με “τους αιώνιους φοιτητές” και με το πανεπιστημιακό άσυλο. Η ΕΦΕΕ διαλύθηκε μετά την στάση ανοχής της στην κυβερνητική πολιτική, αλλά ο Γιώργης και οι συμφοιτητές του είχανε μπει στο στόχαστρο της (πανεπιστημιακής) εξουσίας που κανόνιζε να παίρνουνε κακό βαθμό ότι και να γράφανε. Οι πιο εκδικητικοί καθηγητές, τους βάζανε τέτοια θέματα που ούτε να τα ακουμπήσουνε δεν μπορούσανε, βλέπετε οι φοιτητές αυτοί δεν πλησιάζανε στις παραδόσεις και προσπαθούσαν να περάσουνε τα μαθήματα διαβάζοντας σαν παλαβοί στο σπίτι. Αμ δε. Οι χρονιές έφευγαν σαν το νερό, αυτοί μένανε στο ίδιο έτος, πάρα πολλοί παράτησαν τότε το Πανεπιστήμιο απελπισμένοι.

Ο Γιώργης λοιπόν δέχτηκε να αναλάβει τα μαθήματα στο φροντιστήριο, μέχρι να βρεθεί κάποια λύση για τα υπόλοιπα.

Στη θέση του κόντε Μαρίνου ήτανε τώρα ο από τη χούντα διορισμένος πρόεδρος της ΟΛΜΕ. Ο κύριος αυτός που έκατσε στο σβέρκο των καθηγητών διεκδικώντας να εξακολουθεί να είναι πρόεδρος της ΟΛΜΕ και μέχρι τον Ιούλιο του 1975. Αντί να βρεθεί υπόδικος στη δίκη των “πρωτεργατών”, βρέθηκε ... επιθεωρητής. Ευγενέστατος κατά τα άλλα, εύστροφος, αλλά ... οι δρόμοι δεν είχανε αριστερές στροφές γι αυτόν. Το αριστερό ήτανε το “κακό” χέρι, οι αριστεροί-κυρίως οι ανεξάρτητοι και οι εξωκοινοβουλευτικοί- έπρεπε να είναι φυλακή ή καλύτερα εξορία.

Ο επιθεωρητής “Β΄Ηλείας-Ζακύνθου” λοιπόν δέχτηκε κάποιο τηλεφώνημα και αποφάσισε να “πεταχτεί” να ελέγξει το φροντιστήριο. Εγώ είχα ήδη παρουσιαστεί στο δημόσιο και παζάρευα την πώληση των υλικών του φροντιστηρίου. Ο Γιώργης ήτανε πολύ καλός στη θέση μου, οι μαθητές συνέχισαν να αυξάνονται.

Ο επιθεωρητής λοιπόν έφτασε στις 3 το απόγευμα για απροειδοποίητο “έλεγχο”. Χτύπησε την πόρτα και περίμενε να του ανοίξουν. Τίποτα. Χτύπησε, ξαναχτύπησε, μέχρι που ο Γιώργης αναγκάστηκε να διακόψει το μάθημα και να βγει. Τη στιγμή εκείνη έπαθαν και οι δυο τους σοκ. Ο επιθεωρητής από τη μια, γιατί ενώ περίμενε να πιάσει στα πράσα εμένα να παρανομώ, βρέθηκε μπροστά σε έναν άγνωστο τύπο με μαλλί αφάνα, ευτραφέστατη γενειάδα και σχετικά ατημέλητο. Ο Γιώργης από την άλλη γιατί ενώ περίμενε να δει κάποιον μαθητή που είχε καθυστερήσει, βρέθηκε μπροστά σε έναν καλοντυμένο και γραβατωμένο κύριο που κατάλαβε από τις δικές μου περιγραφές ποιος ήτανε.
-Γεια σας, τι θέλετε;
-Χαίρετε, είμαι ο επιθεωρητής και ήρθα για έλεγχο.
-Ναι;Και τι θέλετε να ελέγξετε;
-Μα το φροντιστήριο, εσάς, το υλικό ....
- Δεν θα ελέγξετε τίποτε κύριε, το φροντιστήριο έχει άδεια κι εγώ δεν είμαι από τους τύπους που μπορείτε να ελέγξετε.
-Το φροντιστήριο δεν έχει άδεια, γνωρίζω πολύ καλά πως ο ιδιοκτήτης διορίστηκε και την έχει καταθέσει.
- Αν είναι έτσι και δεν έχει άδεια, τότε εσείς δεν έχετε δικαίωμα να το ελέγξετε, η αρμοδιότητά σας για έλεγχο φτάνει μόνο στα φροντιστήρια που έχουν άδεια. Δεν σας επιτρέπω να μπείτε. Να θυμάστε, δεν έχουμε πια χούντα, ούτε είστε πλέον διορισμένος πρόεδρος της ΟΛΜΕ. Ούτε Παττακός υπάρχει, ούτε Ασλανίδης να τους γλύφετε. Επίσης, η Γυάρος έκλεισε και εξορία δεν μπορείτε να με στείλετε.

Εδώ βγήκε στη φόρα όλο το εκδικητικό μένος του φίλου μου για το σύστημα και την εξουσία. Όπως όμως ήτανε σκληρό καρύδι ο Γιώργης, το ίδιο ήτανε και η ... εξουσία που ήθελε με κάθε τρόπο να μπει στο φροντιστήριο για να ξέρει τι θα πει στο ρουφιάνο που είχε κάνει το τηλεφώνημα.

Ο Γιώργης δεν μάσαγε από κάτι τέτοια όμως και πες ο ένας, πες ο άλλος πιάστηκαν από τους γιακάδες. Ο επιθεωρητής, αρκετά χρόνια μεγαλύτερος, είδε πως ο φίλος μου θα κέρδιζε κατά κράτος και αποφάσισε να φύγει βρίζοντας θεούς και δαίμονες. Ο στόχος του δεν πέτυχε και μέχρι να ξανάρθει, στο φροντιστήριο είχε αναλάβει άλλος μαθηματικός με πτυχίο και όλα τα προσόντα. Ο Γιώργης έλαβε ως ανταμοιβή μια κλασσική κιθάρα ALABRA όπως είχαμε συμφωνήσει και συνέχισε τις άκαρπες προσπάθειές του να πάει στο τρίτο έτος. Οι προσπάθειες ευοδώθηκαν μετά από 2-3 χρόνια, αλλά αυτό θα αποτελέσει τον πυρήνα μιας άλλης ιστορίας.

Επιτέλους, ο πολυπόθητος διορισμός!
1978, Βαρθολομιό. Η θητεία μου ως αναπληρωτής συνεχίζεται με τον κανονικό διορισμό μου στο σχολείο, που τον αποδέχτηκα, παρουσιάστηκα, υπόγραψα και συνέχισα να διδάσκω. Η πορεία ήτανε δύσκολη, το δεξιό και υπερδεξιό κατεστημένο του χωριού δεν μπορούσε να ανεχτεί κατά κύριο λόγο την εμφάνισή μου. Δεν γινότανε “να είσαι καθηγητής με τόσα μαλλιά”, δεν γινότανε “να φορείς μπλού-τζην”, δεν γινότανε “να είσαι στον πολιτιστικό σύλλογο”, δεν έπρεπε να βάζεις βαθμούς που δεν άρεσαν στο “Φαρμακείο”.
Ο τοπικός χαφιές είχε αναλάβει δράση, χαρακτηρίστηκα αριστερός, τα “ανώνυμα” σημειώματα και τα τηλεφωνήματα έφταναν βροχή στον χουντο-επιθεωρητή. Δυο φορές αναγκάστηκα να αφήσω στη μέση το μάθημα γιατί “έπρεπε να παρουσιαστώ επeιγόντως εις το γραφείον του επιθεωρητού”.

Η πρώτη με αφορμή την “ομιλία” του Πειραιώς Καλλίνικου στη Μονή αγίας Ελεούσσης Λυγιάς στην οποία κάλεσε τους Βαρθολομαίους “να διώξουν από το σχολείο αυτόν τον κομμουνιστή” και η δεύτερη επειδή ο -πάντα ανώνυμος- ενδοσχολικός χαφιές είχε τηλεφωνήσει στον επιθεωρητή για να “μεταφέρει την αγανάκτησιν πλείστων όσων γονέων και επιλέκτων μελών της τοπικής κοινωνίας δια το ότι εξακολουθεί να ευρίσκεται εις το σχολείον καθηγητής διαφθείρων τας μαθητικάς συνειδήσεις με τας κομμουνιστικάς θεωρίας”.

Εγώ συμπαθούσα ο κακόμοιρος τις θέσεις του ΚΚΕ Εσωτερικού αλλά ποτέ δεν είχα γίνει μέλος του, ούτε είχα ποτέ αρθρώσει λέξη στο σχολείο πέραν των προβλεπομένων στα σχολικά μαθηματικά βιβλία. Εκτός όμως από την καταδίωξη των δεξιών-υπερδεξιών κύκλων, υπήρχε και η συνδικαλιστική αντιπαλότητα με τους συνδικαλιστές του ΚΚΕ που ως “μοναδικό” κόμμα, εμάς του ΚΚΕ εσωτερικού μας στόλιζαν με διάφορα “κοσμητικά” επίθετα, όπως “προδότες”, ”οππορτουνιστές”, “πουλημένους” κλπ. Ειδικά εμένα κάποιοι από αυτούς, με αποκαλούσαν για άγνωστους λόγους και “βομβιστή”. Το τελευταίο επίθετο είχε χρησιμοποιήσει σε μια “ανώνυμη αναφορά” του προς τον επιθεωρητή και ο χαφιές.

Πήγαινα λοιπόν στο γραφείο του επιθεωρητού. Αυτός με παρώτρυνε με πατρικό ύφος “να ρίξω νερό στο κρασί μου, να φύγω από τον πολιτιστικό σύλλογο, να μην κάνω κακές παρέες, να σέβομαι το Φαρμακείο κλπ”. Την τελευταία φορά του δήλωσα ότι δεν πρόκειται να ξαναδιακόψω το μάθημα ούτε να ξαναπάω στο γραφείο του αν δεν έχει έγγραφη και επώνυμη αναφορά στα χέρια του. Ζήτησα τη συνδρομή και συμπαράσταση της ΕΛΜΕ, που έκανε παράσταση διαμαρτυρίας στον επιθεωρητή, αλλά η ζωή μου είχε δυσκολέψει αρκετά. Η διευθύντρια του σχολείου με έβλεπε περίπου σαν ... ένοπλο αντάρτη.

Χρονικά απέχουμε μόνο 4 χρόνια από τα συμβάντα στο Πολυτεχνείο που προετοίμασαν την ανατροπή της Απριλιανής χουντοκρατίας. Νεοδιόριστος μαθηματικός τότε εγώ, καλούμαι να πω την ομιλία στον πρώτο εορτασμό για την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Το υπουργείο παιδείας δεν είχε τολμήσει να επισημοποιήσει τη γιορτή. Η κυβέρνηση του “εθνάρχη” Καραμανλή με υπουργό παιδείας τον Ι.Βαρβιτσιώτη, δεν ήταν διατεθειμένη να τα χαλάσει με τους ακροδεξιούς ψηφοφόρους της. Στα σχολεία όμως και οι καθηγητές και οι μαθητές πιέζουν να αποδοθούν οι πρέπουσες τιμές στους νεκρούς του Πολυτεχνείου. Η απόφαση είχε παρθεί στη συνεδρίαση του συλλόγου των διδασκόντων παρά τις αντιρρήσεις της τρομοκρατημένης διευθύντριας.
- Μην ανησυχείτε-της λέω-θα δείτε ότι δεν θα συμβεί κάτι κακό.
- Ανησυχώ. Ο μόνος τρόπος να με καθησυχάσεις είναι να ελέγξω αυτά που θα πεις. Θέλω να δω τι θα γράψεις, τι σκοπεύεις να πεις. Εδώ έχουμε να κάνουμε με παιδιά, πρέπει να προσέχουμε τι λέμε. Εξ άλλου και ο κ. υπουργός ...
-Μα τι λέτε τώρα? Αυτό γιατί δεν το κάνετε στις ομιλίες των άλλων συναδέλφων για τις άλλες επετείους; Σε μένα θα κάνετε λογοκρισία;
- Οι άλλες είναι σχολικές γιορτές αναγνωρισμένες από το κράτος. Εξ άλλου ... (Δεν τελείωσε τη φράση της, αλλά ήταν σίγουρο ότι ήθελε να πει "Εξ άλλου εσύ είσαι αριστερός και δεν πρόκειται να πεις κάποια ομιλία που θα αντιγράψεις από το γνωστό τυφλοσούρτη").
- Θα σας φέρω να τη δείτε την ομιλία και να τη συζητήσουμε αν θέλετε.
Έτσι κι έγινε. Έγραψα την ομιλία μου κατασυγκινημένος και αφού την χτένισα πολλές φορές, ξεκίνησα να την "συζητήσω" με τη διευθύντρια. Φυσικά, μόνο συζήτηση δεν έγινε. Εκείνη, κατατρομοκρατημένη από τις ενδεχόμενες αντιδράσεις του "περιβάλλοντος" ήθελε να κάνει κανονική λογοκρισία. Εγώ, αποφασισμένος να τιμήσω εκείνη την εξέγερση, σταθερός και ακλόνητος. Στο τέλος η ομιλία έγινε και μάλιστα ήταν εκείνη η χρονιά που εγκαινίασε στο χωριό τον τρόπο εορτασμού αυτής της επετείου με συμβολική πορεία στο μνημείο των πεσόντων, μνημόσυνο για τους νεκρούς και κατάθεση λουλουδιών. Μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα τρομοκρατίας φυσικά εκ μέρους του "περιβάλλοντος".

Μέχρι να επισημοποιηθεί ο εορτασμός το 1981 από την τότε νεοεκλεγείσα κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ με υπουργό τον Ε.Βερυβάκη, η επέτειος γιορταζόταν με αποφάσεις των συλλόγων καθηγητών, που για να παρθούν έπρεπε να δοθούν μάχες με τους συντηρητικούς και κατά τεκμήριο ευθυνόφοβους διευθυντές.

Απόσπαση για τιμωρία.
Οκτώβρης του 1980. Η έναρξη του σχολικού έτους 80-81 με βρίσκει στο γραφείο του επιθεωρητή που μου ανακοινώνει ότι “Αι εις βάρος σας διαμαρτυρίαι με πείθουν ότι πρέπει να σας απομακρύνω από το Βαρθολομιό. Ορίστε η έγγραφος εντολή δι΄ απόσπασιν ενός έτους εις το Λύκειον της Γαστούνης. Παρακαλώ να μεταβείτε σήμερον και να αναλάβετε υπηρεσίαν.”

Δεν είχε νόημα να διαμαρτυρηθώ, παρουσιάστηκα, υπόγραψα την πράξη “Ενεφανίσθη σήμερον ενώπιον του διευθυντού Ρ.Ε.Μέντζη ο καθηγητής Πυλαρινός Γεώργιος με έγγραφον εντολήν του Γενικού Επιθεωρητού Β’ Περιφερείας Ηλείας Ζακύνθου κ.Ν.Μιχαήλ και ανέλαβεν υπηρεσίαν”.

Ωραία τα λόγια, αλλά το να “αναλάβεις υπηρεσίαν” αποδείχτηκε δύσκολο. Την επόμενη μέρα είχαμε συνεδρίαση του συλλόγου διδασκόντων και με το καλημέρα ο διευθυντής μου ζήτησε να παραμείνω μετά το πέρας της συνεδρίασης για να συζητήσουμε “ορισμένα θέματα”. Tα συζητήσαμε, όχι στο γραφείο του διευθυντή, αλλά σε κάποια αίθουσα διδασκαλίας, όπου είμαστε μόνο οι δυό μας. Ο διευθυντής ήταν στο τέλος της καριέρας του, περίμενε πως και πως να γίνει επιθεωρητής και μετά από 2-3 χρόνια να πάρει τη σύνταξή του και ... να πάει σπιτάκι του. Ήταν Φυσικός από τους ψωνισμένους με τη φυσική, στο βαρύτιμο δαχτυλίδι που φορούσε μπορούσες να διακρίνεις χαραγμένη την εξίσωση του Αϊνστάϊν : E=m.c2.

Θέμα Πρώτον: Δεν είναι εμφάνισις καθηγητού αυτή, παρακαλώ αύριο να έλθετε με περιποιημένην κώμην και αμφίεσιν αξιοπρεπή.
Απάντησις: Δεν σας επιτρέπω κύριε διευθυντά, από που προκύπτει ότι μπορείτε να κρίνετε την αμφίεσίν μου ως και την κώμην μου; Ο Δημοσιοϋπαλληλικός κώδιξ δεν αποκαλεί “αναξιοπρεπή εμφάνισιν” το μπλού τζην, ούτε και απαιτεί από τους καθηγητάς να είναι κοντοκουρεμένοι. Ή μήπως είναι αξιοπρεπής η εμφάνισις κάποιων συναδέλφων όπου φορούν γραββάτα και ένα χιλιοφορεμένο κοστούμι που έχει τρύπας εις τους αγκώνας;

Θέμα δεύτερον: Πρέπει να μετέχετε εις την πρωινήν προσευχήν. Θα είστε ενώπιον των συναδέλφων και των μαθητών και πρέπει να κάνετε τον σταυρόν σας. Μην ξεχνάτε ότι είναι υποχρεωτικόν να είστε χριστιανός ορθόδοξος. Πως θα προσεύχονται ορθώς οι μαθηταί αν βλέπουν κάποιον καθηγητήν να μην σταυροκοπείται; Επειτα, αν δεν το κάνετε, θα σας μιμηθούν και κάποιοι άλλοι συνάδελφοι και τότε;
Απάντησις: Από που αντλείτε το δικαίωμα να μου υποδεικνύετε πως θα προσεύχομαι και πότε; Θα είμαι παρών εις την προσευχήν μόνον όταν έχω μάθημα την πρώτη ώρα ή όταν έχω εφημερίαν. Το πως θα προσεύχομαι είνα δικό μου θέμα. Όπως είναι και προσωπικόν θέμα των συναδέλφων και των μαθητών το πως θα προσεύχονται.

Θέμα τρίτον: Θα μετέχετε ανελλιπώς εις το εκκλησιασμόν.
Απάντησις: Μόνον εις τον βαθμόν που και σεις και όλοι οι άλλοι συνάδελφοι θα το κάνουν. Όμως απορώ, στη σφραγίδα σας είδα “Ρ.Ε.Μέντζης-Φυσικός”, όχι “Θεολόγος”.(Εδώ ήξερα πολύ καλά ότι ούτε ο Ρ.Ε.Μέντζης, που ερχόταν από την Πάτρα, ούτε οι άλλοι συνάδελφοι ήταν διατεθειμένοι “να μετέχουν ανελλιπώς εις το εκκλησιασμόν”. Η παρατήρησή μου ότι ήταν Φυσικός και όχι Θεολόγος ήταν σαν σφυριά σε δάχτυλο με κάλο. Ο διευθυντής τινάχτηκε ορθός, το μάτι του γυάλισε και δήθεν ασυναίσθητα άρχισε να χαϊδεύει το δαχτυλίδι με το E=m.c2 ).

Θέμα τέταρτον: Εντός της τάξεως δεν επιτρέπονται αι πολιτικαί συζητήσεις.
Απάντησις: Τη δουλειά μου την γνωρίζω πολύ καλά, κακώς σας έχουν πληροφορήσει. Μήπως μπορείτε να μου πείτε ποιός σας είπε τέτοια πράγματα, ώστε να μπορέσω να τον μηνύσω;

Τελικά συμφωνήσαμε ότι μάλλον ήταν ... κακώς ενημερωμένος, ότι δεν ήμουν βομβιστής, ότι δεν έκανα πολιτικές συζητήσεις στην τάξη, ότι τα μαλλιά και τα ρούχα μου ήταν δικό μου θέμα και ... γενικώς ότι είχα δίκιο σε όλα. Ο Ρ.Ε.Μέντζης κατάλαβε ότι δεν φοβόμουν εύκολα.
Στις αρχές του Δεκέμβρη του 1980 ξεκινά απεργία διαρκείας με τη μορφή επαναλαμβανόμενων εξαήμερων (άρχισε στις 3 και σταμάτησε προσωρινά στις 23 Δεκέμβρη για να συνεχιστεί από τις 9 μέχρι 18 του Γενάρη του 81).
Επειδή γνωρίζαμε πολύ καλά ότι με το τέλος των Χριστουγεννιάτικων διακοπών θα υπήρχε κύμα “κουρασμένων απεργών” που θα ήθελαν να γυρίσουν στα σχολεία, αφού επί 15 μέρες θα είχαν δεχτεί τηλεφωνήματα και απειλές από το “πολιτικόν γραφείον του κ.υπουργού” , αλλά και από το “Φαρμακείο”, είχαμε συνεννοηθεί να πάνε επιτροπές στήριξης της απεργίας σε όλα τα σχολεία από τις 9 κιόλας του Γενάρη.

Μετέχω στις επιτροπές αγώνα της ΕΛΜΕ και τελειώνοντας την περιοδεία είχαμε σκοπό να περάσουμε και από το Γυμνάσιο και το Λύκειο Γαστούνης, όπου ξέραμε ότι την απεργία την είχε σπάσει ο Ρ.Ε.Μέντζης και μερικοί άλλοι.
Στην επιτροπή μετέχει ο συνάδελφος, φίλος, γείτονας και συνυπηρετών στο Λύκειο Γαστούνης Ντίνος, μετέπειτα πρόεδρος της ΠΑΣΚΕ καθηγητών, πρόεδρος της ΟΛΜΕ και αντιπεριφερειάρχης Β.Τ. Αττικής.

Ο Ντίνος ήθελε κάτι να ψωνίσει, εμείς προηγηθήκαμε, τα είπαμε λίγο με τον Ρ.Ε.Μέντζη, μας έδιωξε κακήν κακώς και φεύγοντας συναντήσαμε το φίλο μας το Ντίνο που έκπληκτος μας ρώτησε γιατί φεύγουμε τόσο γρήγορα. Του είπαμε κι εκείνος σφυρίζοντας αδιάφορα, απαντάει: “Καλά, καθίστε στο κεφενείο να με περιμένετε, θα τον τακτοποιήσω εγώ.”
Κάτσαμε και σχεδόν αμέσως βλέπυμε τον Ρ.Ε.Μέντζη με την τσάντα του παραμάσκαλα να φεύγει σχεδόν τρέχοντας προς τον σταθμό του τραίνου. Ξοπίσω του ο Ντίνος, χαμογελώντας πλατιά.

- Τί έγινε ρε Κώστα; Πως τα κατάφερες;
- E, δεν ήτανε τίποτα, του είπα ότι στις εκλογές που έρχονται θα βγεί το ΠΑΣΟΚ και αν σπάσει την απεργία δεν πρόκειται να γίνει επιθεωρητής. Μόλις το άκουσε έγινε καπνός!
Ή κατάσταση θα ήταν για πολλά γέλια αν δεν μας είχε ρημάξει η ένταση, η κατασυκοφάντηση των κυβερνητικών φερεφώνων και η γνώση πως ο Γκόρτσος δεν θα μας άφηνε σε ησυχία.

Η απεργία σταμάτησε με δικαστική απόφαση “ως παράνομη και καταχρηστική”. Υπουργός παιδείας ήταν ο -κατά τα άλλα γλυκομίλητος- Γκόρτσος της Ηλείας, Βασίλης Κοντογιαννόπουλος.

Όχι απεργία, πυροσβεστικά αγήματα
1985-86 : Με την έναρξη του σχολικού έτους 85-86 (το Σεπτέμβρη του 1985) οι καθηγητές ξεκινούμε απεργιακές κινητοποιήσεις. Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ. υπουργός παιδείας Απόστολος Κακλαμάνης (5 Ιουνίου 1985 - 25 Απριλίου 1986) Πραγματοποιούνται συνολικά 11 μέρες απεργίας που αρχίζει στις 4/9/85 και τελειώνει στις 17/4/86. Η διεξαγωγή της είναι δύσκολη γιατί οι Πασόκοι έχουνε υιοθετήσει το σύστημα της Νέας Δημοκρατίας και μας στέλνουν κι αυτοί στα δικαστήρια που βγάζουν κάθε απεργία “παράνομη και καταχρηστική”. Το κλίμα είναι βαρύ, όλο το πασοκοσύστημα επιστρατεύεται να δυσφημίσει κάθε απεργία. Νομάρχης Ηλείας η Μαρκογιαννάκη, δήμαρχος Αμαλιάδας Ράλλης. Μετέχω στο ΔΣ της ΕΛΜΕ εκπροσωπώντας την παράταξη “Δ.Γληνός” (με προσανατολισμό ΚΚΕεσ-Ανένταχτοι). Για την περίσταση έχουμε πάψει την αλληλοσφαγή με τις άλλες παρατάξεις και αποφασίσαμε να επισκεφθούμε τους δημάρχους Αμαλιάδας-Πύργου (προ Καποδίστριακά) και να ζητήσουμε να μας δείξουν τη συμπαράστασή τους όχι μόνο φραστικά, αλλά και με ένα τηλεγράφημα στον Κακλαμάνη ζητώντας του να δεχτεί να συζητήσει με την ΟΛΜΕ. Την πρώτη γεύση την πήραμε στην Αμαλιάδα όπου ο δήμαρχος μόλις άκουσε το αίτημα έβαλε τις φωνές, μας είπε προδότες και μας ζήτησε (δήμαρχος!) να επιστρέψουμε αμέσως στα σχολεία. Φύγαμε κακήν κακώς με άσχημα προαισθήματα. Πήγαμε στη Νομάρχη. Μας άκουσε προσεκτικά και μόλις τελειώσαμε άρχισε να μας λέει κι εκείνη σα μαγνητόφωνο τα ίδια, ότι δεν είναι σωστό να απεργούμε γιατί υπονομεύουμε το … κυβερνητικό έργο. Μας ζήτησε κι αυτή να επιστρέψουμε στα σχολεία και μάλιστα με μεγαλύτερη όρεξη ώστε να οργανώσουμε αγήματα για να βοηθούμε την ... πυροσβεστική υπηρεσία στην κατάσβεση πυρκαγιών. Της είπαμε κι εμείς ότι τη στιγμή που είμαστε σε απεργία δεν μπορεί να βάζει άσχετα θέματα και της ζητήσαμε να στείλει το τηλεγράφημα στον υπουργό. Λες και την χτύπησε ρεύμα, πετάχτηκε πάνω αγριεμένη και μας έδειξε την πόρτα: “Έξω από το γραφείο μου που θα μου πείτε να στείλω και τηλεγράφημα. Ορίστε μας”.
Αιφνιδιαστήκαμε όλοι και ξεκινήσαμε για την πόρτα σκασμένοι. Έμεινα τελευταίος κι εκείνη τη στιγμή τα στύλωσα και φώναξα τους άλλους αλλά και τους δημοσιογράφους της ΕΡΤ και των τοπικών εφημερίδων (που είχαν βγει πρώτοι) να γυρίσουν πίσω: ”Συγγνώμη κυρία μου, το σπίτι σας είναι εδώ που θα μας διώξετε; Εδώ είναι γραφείο που το πληρώνουμε κι εμείς τα κορόϊδα. Δεν ντρέπεστε; Κύριοι δημοσιογράφοι καταγγέλλω τη συμπεριφορά της κυρίας και θα ήθελα αυτή τη στιγμή να σας δώσουμε συνέντευξη”.
Οι δημοσιογράφοι γύρισαν τις αχρησιμοποίητες κάμερες και τα κλειστά μικρόφωνα προς το μέρος μας κι εκείνη πανικόβλητη (επειδή θα γινόταν πανηλειακό σούργελο βεβαίως), ζήτησε συγγνώμη και ανακάλεσε όσα είπε, αρκεί να έκλειναν οι κάμερες.

Χαφιές στη συνέλευση
Με αφορμή μια ανάρτηση του Γιώργη του Σταυρόπουλου και την υποψηφιότητά του στο ψηφοδέλτιο της «ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΩΝ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ», του αφιερώνω την πιο κάτω ανάμνηση έτσι για να θυμηθεί κι εκείνος ωραίες στιγμές:
Είμαστε σε Συνέλευση σε μια άλλη απεργία το 91 με πρωθυπουργό τον Κων/νο Μητσοτάκη και συζητάμε τα καθέκαστα μέσα στο Εργατικό Κέντρο Πύργου. Το κλίμα είναι βαρύ γιατί έχουμε πληροφορηθεί ότι η ΟΛΜΕ στέλνει πρόγραμμα δράσης και ζητάει να κάνουμε (εμείς, οι καθηγητές) καταλήψεις στα σχολεία. Από την άλλη έχουμε μάθει ότι οι σκληροπηρυνικοί νεοδημοκράτες για να μας φοβίσουν, έχουνε μαζέψει κάποια αγροτικά αυτοκίνητα φορτωμένα με ντομάτες και τα έχουν παρκάρει έξω από τα σχολεία, όπου κάποιοι αρμοδίως καθοδηγημένοι είχαν αναλάβει να τις ρίξουν εναντίον των απεργών. Εμείς είμαστε οι απεργοί που συζητούσαμε και φυσικά το μεγαλύτερο ποσοστό ήτανε γυναίκες και αρκετές με μωρά στα καροτσάκια.
Τη στιγμή που η συζήτηση έχει πάρει φωτιά, τρώω μια σκουντιά από το Γιώργη που μου λέει αρκετά σιγά:” Κοίτα τρεις θέσεις μπροστά, τονε βλέπεις αυτόνε; Είναι ασφαλίτης!” Δεν πρόλαβε να αποσώσει την κουβέντα του και ο ασφαλίτης που πήρε χαμπάρι ότι τον μυριστήκαμε, σηκώθηκε σφυρίζοντας αδιάφορα και βγήκε από την αίθουσα.
-”Σήκω ρε και τρέχα, θα την κοπανήσει” ακούω το Γιώργη.
Με το πολύ μυαλό που είχαμε και μη υπολογίζοντας τον κίνδυνο, τον στρώσαμε στο κυνήγι μέχρι τα γραφεία της ασφάλειας Πύργου, όπου ο χαφιές πανικόβλητος τρύπωσε για να γλυτώσει.
Δεν τολμήσαμε να κάνουμε κατάληψη σε κανένα σχολείο στην Ελλάδα, τα πράματα είχανε σκουρήνει πολύ.
Σε κάτι μέρες φάγανε το Νίκο Τεμπονέρα.



Κυριακή 23 Ιουλίου 2017

Ιστορίες του βουνού

                     Ένα κατσίκι που το λέγανε Μπέλα


   Είμαστε στις αρχές της άνοιξης του 1958, στις Ορθονιές, ένα μικρό ορεινό χωριό της Ζακύνθου. Ο μπαρμπα Νιόνιος, ο Τζίτζικας, μια τέλεια παραδοσιακή ζακυνθινή φιγούρα του παλιού καιρού, ακουμπισμένος στο κούτσουρο ενός σκίνου, διαβάζει το βιβλίο που έχει δανειστεί από το Γιώργο, το μεγάλο γιο του Γεράσιμου που του αρέσουνε τα βιβλία και του τα δανείζει με ευχαρίστηση το ένα μετά το άλλο. Ταυτόχρονα προσέχει και το κοπαδάκι του που αποτελείται από καμιά εικοσαριά πρόβατα και μερικές κατσίκες. Έχει βρει μια ίσια πέτρα για κάθισμα και τον κορμό του σκίνου για να ακουμπάει την πλάτη του. Το κασκέτο του τόχει ριγμένο στραβά, τη μάλλινη φανέλα του ξεκούμπωτη, το φαρδύ χιλιομπαλωμένο και λερό παντελόνι του ζωσμένο με το πλεγμένο από την κυρά Τούλα τη γυναίκα του φαρδύ ζωνάρι. Είναι απορροφημένος από το διάβασμα του βιβλίου που το ακουμπάει στο ένα του γόνατο που το χει για πρόχειρο αναλόγιο. Τα φουντωτά φρύδια του είναι σουφρωμένα από την προσοχή που δίνει και οι μακριές μουστάκες του τρεμουλιάζουν από την αγωνία της πλοκής του τέλους του μυθιστορήματος. Διαβάζει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα του Γιάννη Μαρή με ήρωα τον αστυνόμο Μπέκα.

-Γειά σου ορέ Νιόνιο, πως τα πας με το κοπάδι σου εφέτο;

-Μια χαρά τα πάω φίλε Γεράσιμε, έλα κάτσε έδωπα στον ίσκιο του σκίνου να μη σε μουρλάνει ο ήλιος και να τα πούμε λιγουλάκι. Τι κάνεις;

-Ούλα καλά Νιόνιο μου, λέω να πάρω ένα μικρό κατσίκι για το σπίτι, έχεις κανένα;

- Δεν έχω σήμερις, μα σε πεντέξι μέρες θα γεννήσει η λιάρα εκείνη και από ότι γλέπω θα κάμει διπλάρικα, ένα θα πάρεις εσύ και το άλλο μένει στο κοπάδι. Πρέπει όμως να κάτσει καμπόσες μέρες να βυζαίνει γάλα από τη μάνα του, δεν κάνει να το πάρεις πολύ μικρό.
- Εντάξει, μα δε με νοιάζει, άμα χρειαστεί θα το ταΐζω με ρογοβίζι1 σπίτι. Λέω να ν το μεγαλώσω λίγο και μετά να ν το σφάξω να ν το φάμε το Πάσκα.

- Μα με τι γάλα θα το ταΐζεις;

- Α, σε λίγες μέρες θα πάω στη χώρα και λέω να πάρω λίγο γάλα σκόνη, δεν κάνει;

- Πως δεν κάνει, μια χαρά είναι, αλλά κάτσε να γεννήσει η γίδα και θα σε διοποιήσω2 να έρθεις να ν το πάρεις όταν είναι η ώρα. Α και πες του Γιώργη να μου ετοιμάζει άλλο βιβλίο, ετούτο ήτανε πολύ καλό,το εδιάβασα μονορούφι και θέλω άλλο.

- Μην ανησυχείς Νιόνιο, επροχτές που επήαμε στη χώρα, επήρε και ένα βιβλίο για εσένανε, θα ν το πάρεις το βράδι καθώς θα γυρίζεις με τα ζα3 για τον τσάρκο4.

- Ναναι καλά το παιδί που με εσκέφτηκε κι εσύ που το επλέρωσες.

- Δεν είναι τίποτσι Νιόνιο μου, έ, κι εσύ να σαι καλά που επροχτές ίφερες ένα ωραίο κουλούρι τυρί5 και μας εφίλεψες.

- Εντάξει Γεράσιμέ μου, θα περάσω το βράδι και μου δίνετε το βιβλίο.  

   Με τούτο και με τ΄άλλο οι δυο χωριανοί και αγαπημένοι φίλοι τα κανόνισαν όλα κι έτσι σε κάμποσες μέρες ένα πανέμορφο κατσικάκι έφτασε στο σπίτι.Ο Γιώργος ήτανε εννιά χρονώ, ο Γιάννης εφτά και η στρουμπουλή και ξανθή Λουκία πέντε. Τα δυο μικρότερα υιοθέτησαν και λάτρεψαν αμέσως το κατσικάκι. Αυτό, λες και ήτανε άνθρωπος, μπήκε αμέσως στην οικογένεια, κοιμότανε μαζί με τα δυο πιτσιρίκια κι έπαιζε μαζί τους. Ο Γιάννης το είχε πάρει υπό την προστασία του, το αγαπούσε και το φρόντιζε. Μιλούσε μαζί του, του είχε μάλιστα δώσει και όνομα. Μπέλα έλεγε την όμορφη και γλυκιά κατσικούλα. Εκείνη μόλις άκουγε το όνομά της έτρεχε αμέσως να τον συναντήσει χοροπηδώντας και βελάζοντας χαρούμενα. Ο χρόνος κύλαγε και τα ψωμιά της Μπέλας κόντευαν να τελειώσουν, το Πάσχα ερχότανε κι ο Γιαννάκης δεν ήθελε ν΄ακούσει κουβέντα για τη Μπέλα.

- Το κατσίκι είναι δικό μου και δεν το πειράζει κανένας.

- Ναι καλά λέει, πετιόταν η Λουκία, το αγαπάμε και θα το κρατήσουμε να παίζουμε.

- Τι μας ε λέτε ορέ, και τι θα φάμε το Πάσκα;

- Να σφάξετε άλλο, ετούτο δεν θα το πειράξετε πετιέται ο Γιάννης, είναι το κατσίκι μου σας ε λέω.

Το Πάσχα ήρθε και η Μπέλα τη γλύτωσε γιατί οι μεγάλοι κατάλαβαν καλά ότι τα δυο μικρά θα αρρώσταιναν αν πειράζανε το κατσίκι. Με τη σύμφωνη γνώμη της Νόνας της Στέλλας, αποφάσισαν να αναβάλλουν τη θυσία για τα Χριστούγεννα ελπίζοντας ότι ο Γιάννης και η Λουκία με κάποιο τρόπο θα είχαν ξεχάσει την αγάπη τους για τη Μπέλα. Αυτό δεν έλεγε να συμβεί όμως, η Μπέλλα λες και καταλάβαινε ότι η ζωή της κρεμόταν από μια λεπτή κλωστή, γινόταν όλο και πιο ανθρώπινη. Δεν ξεκολλούσε από την αγκαλιά του Γιάννη και της Λουκίας. Ειδικά με το Γιαννάκη είχε γίνει αχώριστη. Κι ο μικρός έλιωνε με κάθε βέλασμά της.

   Οι μεγάλοι κατάλαβαν τα σκούρα κι αποφάσισαν να βάλουν εμπρός τα μεγάλα μέσα. Η νόνα η Στέλλα σαν πιο έμπειρη ξεκίνησε το παραμύθιασμα:

- Γιαννούρη, ξέρεις τίποτσι; Η λιάρα η μάννα τση Μπέλας δεν μπορεί να κοιμηθεί χωρίς το παιδί τση. Πρέπει να ν τση το πάμε οπίσω γιατί θ΄αρρωστήσει και θα ψοφήσει.

-Μπα, τι μας ε λέτε, εσείς θα μου το σφάξετε. Δεν πιστεύω τίποτα.

- Δεν θα το σφάξουμε, αλήθεια σου λέω, τα Χριστούγεννα θα φάμε γουρούνι. Να, αύριο θα πας μαζί με τον πατέρα σου να ν την ιδείτε τη λιάρα και να ντση πάτε και το παιδί τση. Δεν καταλαβαίνεις ότι ένα παιδί δεν μπορεί χωρίς τη μάνα του; Εσύ τι λές, μπορείς χωρίς τη μάνα σου;

Το επιχείρημα ήτανε σοβαρό κι έτσι οι αντιρρήσεις του Γιαννάκη άρχισαν να λυγίζουν. Όσο και να μην εμπιστευότανε τη νόνα, άλλο τόσο σκεφτότανε και τη λιάρα που θα έκλαιγε χωρίς το παιδάκι της. Η δόλια πρόταση της νόνας έπιασε τόπο. Ο Γιάννης στο τέλος δέχτηκε να αποχωριστεί τη Μπέλα.
- Αμα δεν το σφάξετε, εντάξει, θα ν τηνε πάμε στη μάνα τση και θα πηαίνω να ν τηνε βλέπω.

  Την άλλη μέρα πέρασε ο Νιόνιος, έδεσε τη Μπέλα με ένα σχοινάκι κι άρχισε να τη σέρνει. Η Μπέλλα δεν ήθελε, αλλά μόλις πήρε στο χέρι του το σχοινί ο Γιαννάκης, τον ακολούθησε υπάκουα σαν σκυλάκι. Η μικρή Λουκία, με δακρυσμένα μάτια, στεκότανε στην πόρτα και κουνούσε ένα μαντηλάκι που της είχε δώσει η νόνα, για αποχαιρετισμό.   Οι επόμενες μέρες πέρασαν σχετικά ήσυχα μιας και ο Γιαννάκης ακολουθούσε το Νιόνιο και καθότανε μαζί του για να βλέπει τη Μπέλα να βόσκει μαζί με τα άλλα κατσίκια και τη μάννα της. Άρχισε όμως το σχολείο και ο Γιάννης αραίωσε τις επισκέψεις του στο κοπάδι. Τα σχέδια των μεγάλων πήγαιναν όπως τα είχαν υπολογίσει. Όταν έφτασαν τα Χριστούγεννα, ο Γιαννάκης είχε σχεδόν ξεχαστεί, η Μπέλα αντικαταστάθηκε από τη μπάλα και το σκλαβάκι που έπαιζε με τα άλλα παιδιά. Ρωτούσε βέβαια κάθε μέρα το Νιόνιο που τον έβλεπε να περνάει το βραδάκι μοναχός του μετά από το κλείσιμο στο μαντρί των ζωντανών.

- Τι κάνει η Μπέλα μου μπάρμπα Νιόνιο;

- Μια χαρά είναι Γιαννάκη, σε χαιρετάει.

  Τα Χριστούγεννα η Μπέλα έγινε με πατάτες στο φούρνο και τα φίδια ζώσανε και το Γιαννάκη και τη Λουκία.

- Τι είναι εκειό που εβάλετε στο φούρνο νόνα;

- Γουρούνι Γιάννη μου, γουρούνι, ρώτα και τον πατέρα σου.

- Μπαμπά, τι είναι εκείνο που ψήνουμε στο φούρνο;

- Γουρούνι Γιάννη μου, δεν τα είπαμε;

- Και η Μπέλλα μου; Που είναι η Μπέλλα μου; Θέλω να ν τηνε ιδώ.

- Ναι θέλω κι εγώ να ν τηνε ιδώ τη Μπέλλα, πετιέται και η Λουκία.

- Πάψε εσύ στρουμπούλω, την αποπαίρνει η νόνα. Η Μπέλλα επήε μαζί με το κοπάδι, ο Νιόνιος τα επήρε τα ζα και πάνε στο Σκινάρι για να φάνε κλαρί, εδώ δεν έχει να βοσκήσουνε. Σε λίγες μέρες θα πάμε κι εμείς στο Σκινάρι και θα ν τηνε ιδείτε.

- Καλά, αλλά εγώ από εκειό που είναι στο φούρνο δεν θα φάω, λέει άγρια ο Γιάννης.

- Μα Γιάννη μου μην τρως, δεν πειράζει, φάε εσύ πατατοκρέμμυδα, η νόνα θα σου βάλει μία παδελίτσα στη φωτιά.

- Α, δε μου αρέσουνε τα πατατοκρέμμυδα, θα φάω ψωμί με λάδι.

- Εντάξει, μη σε σκομπονέρει6, θα ν το φάμε εμείς οι άλλοι το χοίριο, εσύ θα κοιτάς και θα τρως ψωμί με λάδι, πετιέται η νόνα.

  Έτσι στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι όλοι λέγανε πόσο ωραίο είναι το “χοιρινό” και ο Γιάννης που δεν άντεχε άλλο την τσίκνα από τις ξεροψημένες στο λίπος του κατσικιού πατάτες, αποφάσισε να δοκιμάσει λίγο. Ήτανε τόσο νόστιμο το κρέας όμως που παραμέρισε όλους τους δισταγμούς του και άρπαξε ένα κοψίδι. Του άρεσε τόσο που δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί άλλο:

- Α, πολύ ωραίο το γουρούνι.

  Όλοι βάλανε τα γέλια, πλην της Λουκίας που δεν ήτανε στο κόλπο και κοίταζε τρώγοντας απονήρευτα.

- Γιατί γελάτε; Ρωτάει καχύποπτα ο Γιαννάκης. Με κοροϊδεύετε;

- Όχι Γιάννη μου, δεν είναι όμως νόστιμο το ... χοιρινό;

- Ναι, πολύ νόστιμο είναι, μου αρέσει.

-Θες να πούμε κι ένα τραγουδάκι τώρα να περνάει η ώρα; του λέει ο πατέρας του.

- Ναι να πούμε. Ποιο θα πούμε;

-Άκου ένα καινούργιο: Κάτσικον έτρωγα, γούρουνο εφώναζα. Αυτό είναι το τραγούδι. Σου αρέσει;

-Ναι μου αρέσει. Κάτσικον έτρωγα, γούρουνο εφώναζα, Το έμαθα.

  Επίλογος: Ο Γιάννης τις επόμενες μέρες δεν άφησε τους μεγάλους σε ησυχία, ούτε τον αδελφό του το Γιώργο. Οι μεγάλοι για να ησυχάσουν από τη γκρίνια, συνεννοήθηκαν με το Νιόνιο που ήρθε μια μέρα περίλυπος και τους είπε μια ολόκληρη ιστορία ότι τάχα μου επέρασε ένα βράδι κάποιος κλέφτης και την Μπέλα την έκλεψε και έτσι δεν γινότανε να πάει ο Γιάννης στο Σκινάρι και να την ιδεί. Εκείνος έκλαψε καμπόσο, αλλά δεν μπορούσε να κάμει διαφορετικά, έχαψε ή έκανε πως έχαψε το παραμύθι. Οι μέρες κύλησαν γρήγορα, ο Γιαννάκης πήγε στην επόμενη τάξη και κατάλαβε μόνος του τι ήθελε να πει το “τραγούδι” που του έμαθε ο πατέρας του.



1Μπουκάλι και ρόγα (μπιμπερόν)
2ειδοποιήσω
3ζώα
4Το μαντρί
5Λαδοτύρι Ζακύνθου
6Μη σε νοιάζει


Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017

Ιστορίες του βουνού.

O Γιαννάκης και η μύγα


  Ο Γιαννάκης είναι 6 ετών και είναι λίγο πιο μακριά από την αυλή, έχει ξεχαστεί και έχει προχωρήσει στο γειτονικό χωράφι. Κάθεται στα κότσια1 και σκαλίζει το χώμα μ΄ένα ξυλαράκι.
Περιμένει τον αδερφό του το Γιώργο που όπου νάναι θα γυρίσει από το σχολείο. Η μικρότερη αδελφή τους η Λουκία παίζει κι εκείνη στην αυλή με μερικές στρογγυλές πέτρες που μάζεψε προηγουμένως.
-Γειά σου Γιάννη, ακούγεται η φωνή του μεγαλύτερου αδερφού.Τι κάνεις εκεί;
-Να, κοιτάω ετούτα το σκαθάρια που σκαλίζουνε τση σβουνιές. Είναι δύο, έχουνε κάμει ένα μεγάλο σβώλο και τονε κυλάνε.
-Καλά, καλά, μα από πότε κάθεσαι εδώ και τα κοιτάς;
-Που να ξέρω, έχω κάμποση ώρα. Ετελείωσε το σχολείο;


  Η κουβέντα συνεχίστηκε και τα δυο αδέλφια αφοσιωμένα στη συζήτηση συνάντησαν τη μικρή αδερφή τους και όλα μαζί ρίχτηκαν στο παιχνίδι.
Η ώρα περνούσε και η πείνα άρχισε να τα σπρώχνει προς το σπίτι από όπου είχε αρχίσει ήδη να ξεχύνεται η γαργαλιστική μυρουδιά της τηγανητής πατάτας.
Ο Γιώργος, ο μεγάλος ήτανε ένα λιγνό πιτσιρίκι με πρασινωπά μάτια και καστανά μαλλιά. Ο Γιάννης ο μεσαίος, αντίθετα, ήτανε μελαχροινός και στρουμπουλός. Η Λουκία, στρουμπουλή κι εκείνη, γαλανομάτα και τρισευτυχισμένη μέσα στην άδολη ηλικία των τεσσάρων χρόνων της. Τα παιδιά είχανε δυο χρόνια διαφορά το ένα από τ΄άλλο.
Με τα σάλια τους σχεδόν να τρέχουν από την πείνα, μπήκαν όλα στη γωνιά κοιτάζοντας με λαχτάρα προς το τραπέζι.
Όπως ήτανε πεινασμένα ρίχτηκαν και τα τρία στο φαΐ χωρίς να προσέξουν τους μεγάλους που ήτανε ήδη καθισμένοι.
-Να, δεν σου τό΄λεγα εγώ; Κοίτα καλά και θα το ιδείς κι εσύ, ακούγεται η φωνή της νόνας της Στέλλας που τα κάνει να πεταχτούνε τρομαγμένα. Καλά, μη φοβόστενε, δεν είναι τίποτσι, κάτσε Γιάννη μου να ιδούμε λίγο τη μυτούλα σου.
-Όχι, δε θέλω, τι σας ε πειράζει η μύτη μου;
-Δε μας ε πειράζει, μα στη μύτη σου έχεις τη μύγα και πρέπει να ντηνε κάψουμε, λέει η νόνα.
-Εγώ τη μύγα μου τηνε θέλω και δεν θα ντηνε πειράξετε λέει ο Γιάννης, που από τη μια δεν καταλάβαινε τι θέλει να πει η νόνα και από την άλλη δεν της είχε καμμιά εμπιστοσύνη. Είχε συνηθίσει το δύστροπο και αυστηρό χαρακτήρα της.


  Τα τρία πιτσιρίκια και μόνο με την παρουσία της νόνας είχανε τρομοκρατηθεί. Τόσο η κοφτερή γλώσσα της όσο και η τσουχτερή βέργα της ήτανε στοιχεία απωθητικά για όλα τους. Είχανε γευτεί αρκετές φορές τις ξυλιές της νόνας αλλά και τις τρομερές κατάρες της.
Ο Γιάννης λοιπόν στη ρίζα της μύτης και ακριβώς ανάμεσα στα δυο ματάκια του είχε ένα μαύρο σημαδάκι, σαν μια μύγα. Αυτό το σημαδάκι, που δεν ήταν τίποτα άλλο από μια μικρή φλεβίτσα, ήτανε η αιτία της συζήτησης.
- Εμέ μου το είπε η Άννα η ξαδρέφη μου, ξαναρχίζει η νόνα. Ή του καίμε τη μύγα ή ευτούνος θα ν την ε φάει την αδρεφή του. Παναπεί, έτσι και τηνε αφήσουμε άκαφτη, θα πεθάνει η αδρεφή του.
- Τι λες ορή μάνα, πετιέται ο γιος της και πατέρας των παιδιών, αλήθεια δε μπορούμε να κάμουμε αλλιώς;
-Πες ότι μπορούμε να ν την ε αφήσουμε άκαφτη. Κι αν πεθάνει το κορίτσι;
- Ου, ου, ου, αρχίζει η μικρή Λουκία. Εγώ δε θέλω να πεθάνω.
Πάνω στη συζήτηση ο Γιάννης το βάζει στα πόδια και τρυπώνει πίσω από το βαρέλι του κρασιού. Οι μεγάλοι κατάλαβαν ότι θα έπεφτε πολλή γκρίνια και αποφάσισαν να αφήσουν το πράμα να ξεχαστεί και να επανέλθουν μια άλλη μέρα.
Έτσι κι έγινε,Μετά από μερικές μέρες η νόνα εμφανίστηκε πάλι, αυτή τη φορά με τη συνοδεία της ξαδέρφης της, της Άννας.
Και οι δυο καρακάξες είχαν φροντίσει να τρομοκρατήσουν όσο περισσότερο γινόταν τους γονείς των παιδιών:
-Είδετε τη μικρή τη Σούλα που επέθανε στο σοκομείο επέρσι; Ε, ο αδρεφός τσης ο Τάκης είχε τη μύγα στη μύτη του και δεν του την ε κάψανε. Εντογιε γιατί επέθανε το κορίτσι.
- Είναι σίγουρο, συμπλήρωνε η Άννα, Το είπε κι ο γιατρός ο Ματαράγκας, αν δεν είχε τη μύγα ο Τάκης, το κορίτσι θα έζηε τώρα.
-Ω τι επάθαμε, λέει ο πατέρας των παιδιών. Θα χάσουμε το κορίτσι. Το Γιάννη πρέπει να τονε τσακώσουμε και να του την ε κάψουμε με το έτσι θέλω. Έλα όμως που δε στέκεται, κλαίει, φουγιάζει, χτυπιέται … τι να κάμουμε;
- Μη σας ε νοιάζει, λέει η νόνα. Ξέρουμε πόσο λιχούδης είναι, να ντου φέρτε δυο λουκούμια από το μαγαζί με μπόλικη ζάχαρη απάνου και θα ν τον ε καταφέρουμε. Στο κάτου κάτου δεν θα ν τονε βάλουμε και στη σούγλα, ένα λεφτό είναι χρεία να κάτσει μες στο φούρνο, δυο ξυλαράκια θα ανάψουμε στη μπούκα κι εντάξει είμαστε.
Έτσι κι έγινε, τα λουκούμια εκάμανε το θαύμα τους, ο Γιαννάκης με χίλια ζόρια και δυο χιλιάδες δισταγμούς, πλησίασε το φούρνο από τη λαιμαργία του, τρώγοντας το ένα λουκούμι. Του είχανε τάξει ότι θα του δίνανε και το άλλο αλλά να κάτσει και λίγο μέσα. Ο μικρός δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα. Είχε ιδεί το αρνί που το είχανε ψήσει στο ταψί αφού πρώτα είχανε κάψει καλά το φούρνο και εκτός αυτού δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στη νόνα.
Ο πατέρας του άρχισε να τον καλοπιάνει:
- Έλα Γιάννη μου τώρα, τι θα πάθεις να έμπεις μία στάλα μές το φούρνο; Κάμε μου εμέ τη χάρη, θα φας και το άλλο το λουκούμι μετά.
- Δεν θέλω σου λέω, δεν μπαίνω, δεν θέλω λουκούμι.
-Μα δεν τηνε αγαπάς την αδρεφή σου; Θες να πεθάνει, πετιέται η νόνα.
- Την αγαπάω, δε θέλω να πεθάνει μα στο φούρνο δε μπαίνω, άσε με κι εσύ.
- Για σώπα, αφού δε μπαίνεις θα πεθάνει, δε γλιτώνει, πως λες ότι την ε αγαπάς;
- Δεν πεθαίνει σας ε λέω, δεν τηνε πειράζω.
- Α, θα ν την ε φας, δεν γλυτώνει αν δεν έμπεις μέσα.
- Δε μπαίνω είπα, δεν πα να λέτε.
-Κερατά, λέει ο πατέρας του, θα σε φτιάσω εγώ. Δίνει μια, τον αρπάζει και τον χώνει με το ζόρι μέσα στο φούρνο. Ο μικρός κόντεψε να γκρεμίσει το σπίτι και το φούρνο από τις στριγκλιές και τα κλάματα. Τα μάτια του είχανε γίνει σαν αβγά από την τρομάρα και τα δάκρυα τρέχανε βροχή.
- Μανούλα, βοήθεια, θα με κάψουνε.
- Μην κλαις παιδάκι μου δε σε καίνε, του λέει ξεψυχισμένα η μητέρα του, που από τη μια τον λυπόταν, μα από την άλλη δεν τόλμαγε να πάει και κόντρα στην πεθερά της.
Εκείνη τη στιγμή η νόνα ανάβει μπρος από την πόρτα του φούρνου ένα σπίρτο, μετά από το σπίρτο ανάβει ένα χαρτί και με το χαρτί ένα ξερό κλαράκι. Με κάθε της κίνηση, η καρδιά του μικρού πήγαινε να σπάσει από το φόβο και μια δυνατή στριγκλιά έβγαινε από το λαρύγγι του. Μια φλόγα άναψε μπροστά από τα γουρλωμένα μάτια του Γιαννάκη που έντρομος άρχισε να χτυπιέται και να σπαράζει πια από τα κλάματα και τις φωνές. Η γειτονιά είχε μαζευτεί έξω από τη γωνιά και περίμενε να δει το αποτέλεσμα της μαγικής τελετουργίας.
-Λέγε Γιάννη , θα ν την ε φας την αδρεφή σου, πετιέται η Αννα.
- Όχι σας είπα, δεν την ε πειράζω , αφήστε με, μη με κάψετε.
-Πρέπει να το ειπείς τρεις φορές επιμένει εκείνη. Θα ν την ε φάς;
- Όχι παλιόγρια είπα, δεν την ε τρώω, δεν ακούς, βγάλε με σου λέω.
-Για πες το ακόμα μία, θα ν την ε φας;
- Όχι παλιοστρίγκλα, σκατόγρια, μπαμπόγρια, που να σε φάει το μαύρο φίδι, που να σπάσεις το πόδι σου και να φας τα σκατά τση νόνας μου.
- Εντάξει, βγάρτε τον ε, το είπε τρεις φορές ότι δεν την ε τρώει, λέει εκείνη.
Στο μεταξύ η νόνα είχε πει τρεις φορές το ξόρκι που της είχε μάθει κι εκεινής η νόνα τση για τη μύγα και είχε φροντίσει να σβήσει το ξερόκλαδο που είχε ανάψει ομπρος από την πόρτα του φούρνου.
Ο ταλαίπωρος και τρομοκρατημένος Γιαννάκης σύρθηκε τρέμοντας και κλαίγοντας έξω από το φούρνο και χώθηκε στην αγκαλιά της μάνας του. Εκείνη αναστατωμένη όπως κι αυτός προσπάθησε να τον καθησυχάσει δίνοντάς του και το δεύτερο λουκούμι που εκείνος το καταβρόχθισε κι ας ήταν λίγο αλμυρούτσικο από τα πύρινα δάκρυά του.



1 Χρησιμοποιεί για κάθισμα τα ίδια του τα πόδια, τις φτέρνες.

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2017

Ο "αφορισμός" και πως χρησιμοποιήθηκε στο πέρασμα των αιώνων από την εκκλησία

"Εκτός από τους μεγάλους αφορισμούς έχουμε και μικρούς που τελούνται αυθαίρετα από τοπάρχες ιερωμένους. Ο ηθοποιός Ν. Καλογερόπουλος αφορίστηκε το 1976 από τον τοπικό αρχιμανδρίτη («χωριανοί διώχτε τα δαιμόνια από το χωριό») στο Προκόπι (χώρο ξεσηκωμού των αγροτών κατά του τσιφλικά Μπέκερ και χώρου λατρείας του Αϊγιάννη του Ρώσου) της Εύβοιας επειδή με το θεατρικό του έργο ο «Μπαμπούλας», παρουσίαζε τους «δυο ‘μπαμπούλες’ του αγρότη» την Αγροτική Τράπεζα και την Εκκλησία. Ο αφορισμός τον ακολούθησε και στη Ζάκυνθο όπου ο δεσπότης έριξε με επιτυχία το σύνθημα «Να μην πατήσει κανένας στο θέατρο» (Ι.Λάζαρης, «Δαυλός», 9.’06). Ο λαός (εκτός από 100 ανθρώπους) υπάκουσε στην έκκληση του δεσπότη του, του φυλακισμένου τώρα Παντελεήμονα που αργότερα μετατέθηκε στην Αττική αντικανονικά και μάλιστα όπως καταγγέλθηκε με πλαστογραφία των ψηφοδελτίων από τον Χριστόδουλο." (http://androni.blogspot.gr/2011/03/blog-post_10.html )


Πέμπτη 15 Ιουνίου 2017

ΟΙ ΘΕΟΙ

Η Επικούρεια φιλοσοφία



Χ.Θεοδωρίδη - Επίκουρος(Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου)
Βιβλίο έκτο
ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΛΟΓΙΚΟΥ - ΟΙ ΘΕΟΙ

 ... " Οι ξένες δοξασίες, έθιμα, τελετές, μπορεί να μας φαίνουνται παράξενες, παράλογες είτε εξοργιστικές. Οι δικές μας δεν μπορεί να μην είναι σωστές, άγιες κι ευλογημένες. Στη μακραίωνη ιστορία είναι γι αυτό σπάνιες οι αντιλογίες στη θρησκεία κι αυτές καθορίζουνται από αλλαγές στη διάρθρωση της κοινωνίας. Δε βλέπουμε και δε σκεφτόμαστε αν δε γεννηθούν οι συνθήκες για να βλέπουμε και να σκεφτόμαστε. ....
... Η πίστη σε θεούς και δαίμονες και στα υποχθόνια μαρτύρια κράτησε τον άνθρωπο σε τρόμο κι αμάθεια. Η θρησκεία δείχνοντας από τα ύψη του ουρανού την τρομερή της όψη έκανε τον άνθρωπο να σέρνεται χάμου δειλός και ζαρωμένος όπως έψαλε στη γνωστή περικοπή ο Λουκρήτιος:

"Χάμω σερνόταν η ανθρώπινη ζωή
να την κλαις βλέποντάς την μπρος στα μάτια
πλακωμένη κάτω από το βάρος μιας θρησκείας
που προβάλλοντας το κεφάλι απ΄τις χώρες τ΄ουρανού
απειλούσε τους θνητούς με την τρομερή της όψη.
Οπότε πρώτος ένας Έλληνας (ο Επίκουρος), ένας άνθρωπος
τόλμησε να σηκώσει τα θνητά του μάτια κατεπάνω της
και πρώτος να ορθωθεί εμπρός της
Αυτόν δεν τον κράτησαν θεών παραμύθια ούτε κεραυνοί
ούτε ουρανός με τ΄απειλητικό μουρμουρητό του.
Περίσσια του κέντρισαν της ψυχής το αψύ θάρρος
και του άναψαν πιο πολύ τον πόθο
να ξετινάξει πρώτος τις σφιχτές κλειδωνιές της φύσης.
Η ζωντανή ορμή του νου θριάμβευσε.
Διάβηκε πέρα τους φλογισμένους φράχτες του κόσμου
και τ΄αμέτρητο Όλο το περπάτησε με το νου και τη σκέψη.
Κείθε μας γύρισε νικητής για να μας διδάξει
τι μπορεί να γεννιέται και τι δεν μπορεί,
τους νόμους που ορίζουν την κάθε ενέργεια
σύμφωνα με ατράνταχτους φραγμούς.
Έτσι δαμασμένη η θρησκεία
πατιέται με τη σειρά της κάτω από τα πόδια
κι εμάς η νίκη μας υψώνει στον ουρανό."(De rerum naturaΠερί της φύσεως των πραγμάτων 57 π.Χ)


Μερικές από τις βασικές αρχές της φυσικής φιλοσοφίας του Επίκουρου ( http://terrapapers.com/?p=28881 )
* Τίποτα δεν δημιουργείται ποτέ από το τίποτα.
* Ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε από θεία παρέμβαση.
* Ακόμα και αν υπάρχουν θεοί, αυτοί δεν επιδρούν στο φυσικό κόσμο.
* Η ύλη δεν καταστρέφεται σε τίποτα.
* Πρωταρχικά στοιχεία της ύλης δεν είναι τα αριστοτελικά στοιχεία πυρ, αήρ, γη και ύδωρ, αλλά μικρά αδιαίρετα άφθαρτα σωματίδια (άτμητα σωμάτια = άτομα).
* Τίποτα δεν μπορεί να γίνει αισθητό αν δεν έχει υλική υπόσταση.
* Τίποτα δεν υπάρχει εκτός από τα άτομα και το κενό ανάμεσά τους.
* Όλα τα σώματα, είτε είναι άτομα, είτε προέρχονται από ένωση ατόμων.
* Το σύμπαν είναι αχανές. Δεν βρισκόμαστε στο κέντρο του σύμπαντος, αλλά είμαστε ένας από τους αναρίθμητους κόσμους του σύμπαντος.
* Τα άτομα βρίσκονται σε διαρκή κίνηση μέσα στο κενό. Μπορούν να συνεχίσουν σε ευθεία, να συγκρουστούν, να αλλάξουν κατεύθυνση, να ενωθούν με άλλα άτομα στη δημιουργία σύνθετων σωμάτων.
* Οι κόσμοι και τα έμβια όντα δημιουργούνται από τυχαία γεγονότα λόγω της χαοτικής κίνησης των ατόμων.
* Αυτό που αποκαλούμε «ψυχή» είναι σωματική οντότητα με υλικά χαρακτηριστικά και δεν συνεχίζει να υπάρχει μετά τον θάνατο.
* Η αίσθηση είναι αξιόπιστη, διότι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κάτι άλλο πιο αξιόπιστο από αυτήν.

Σήμερα γνωρίζουμε ότι αυτές οι απόψεις, τις οποίες είχε προσεγγίσει διαισθητικά ο Επίκουρος, δεν απέχουν σημαντικά από τα επιστημονικά ευρήματα και τη σημερινή γνώση μας για τα ουράνια σώματα και τη φύση γενικότερα. Δεν είχε, λοιπόν, άδικο ο Νίτσε που διαπίστωνε στα τέλη του 19ου αιώνα ότι:«Η επιστήμη έχει βαλθεί να επιβεβαιώσει τον Επίκουρο!»