Σελίδες

Κυριακή 23 Ιουλίου 2017

Ιστορίες του βουνού

                     Ένα κατσίκι που το λέγανε Μπέλα


   Είμαστε στις αρχές της άνοιξης του 1958, στις Ορθονιές, ένα μικρό ορεινό χωριό της Ζακύνθου. Ο μπαρμπα Νιόνιος, ο Τζίτζικας, μια τέλεια παραδοσιακή ζακυνθινή φιγούρα του παλιού καιρού, ακουμπισμένος στο κούτσουρο ενός σκίνου, διαβάζει το βιβλίο που έχει δανειστεί από το Γιώργο, το μεγάλο γιο του Γεράσιμου που του αρέσουνε τα βιβλία και του τα δανείζει με ευχαρίστηση το ένα μετά το άλλο. Ταυτόχρονα προσέχει και το κοπαδάκι του που αποτελείται από καμιά εικοσαριά πρόβατα και μερικές κατσίκες. Έχει βρει μια ίσια πέτρα για κάθισμα και τον κορμό του σκίνου για να ακουμπάει την πλάτη του. Το κασκέτο του τόχει ριγμένο στραβά, τη μάλλινη φανέλα του ξεκούμπωτη, το φαρδύ χιλιομπαλωμένο και λερό παντελόνι του ζωσμένο με το πλεγμένο από την κυρά Τούλα τη γυναίκα του φαρδύ ζωνάρι. Είναι απορροφημένος από το διάβασμα του βιβλίου που το ακουμπάει στο ένα του γόνατο που το χει για πρόχειρο αναλόγιο. Τα φουντωτά φρύδια του είναι σουφρωμένα από την προσοχή που δίνει και οι μακριές μουστάκες του τρεμουλιάζουν από την αγωνία της πλοκής του τέλους του μυθιστορήματος. Διαβάζει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα του Γιάννη Μαρή με ήρωα τον αστυνόμο Μπέκα.

-Γειά σου ορέ Νιόνιο, πως τα πας με το κοπάδι σου εφέτο;

-Μια χαρά τα πάω φίλε Γεράσιμε, έλα κάτσε έδωπα στον ίσκιο του σκίνου να μη σε μουρλάνει ο ήλιος και να τα πούμε λιγουλάκι. Τι κάνεις;

-Ούλα καλά Νιόνιο μου, λέω να πάρω ένα μικρό κατσίκι για το σπίτι, έχεις κανένα;

- Δεν έχω σήμερις, μα σε πεντέξι μέρες θα γεννήσει η λιάρα εκείνη και από ότι γλέπω θα κάμει διπλάρικα, ένα θα πάρεις εσύ και το άλλο μένει στο κοπάδι. Πρέπει όμως να κάτσει καμπόσες μέρες να βυζαίνει γάλα από τη μάνα του, δεν κάνει να το πάρεις πολύ μικρό.
- Εντάξει, μα δε με νοιάζει, άμα χρειαστεί θα το ταΐζω με ρογοβίζι1 σπίτι. Λέω να ν το μεγαλώσω λίγο και μετά να ν το σφάξω να ν το φάμε το Πάσκα.

- Μα με τι γάλα θα το ταΐζεις;

- Α, σε λίγες μέρες θα πάω στη χώρα και λέω να πάρω λίγο γάλα σκόνη, δεν κάνει;

- Πως δεν κάνει, μια χαρά είναι, αλλά κάτσε να γεννήσει η γίδα και θα σε διοποιήσω2 να έρθεις να ν το πάρεις όταν είναι η ώρα. Α και πες του Γιώργη να μου ετοιμάζει άλλο βιβλίο, ετούτο ήτανε πολύ καλό,το εδιάβασα μονορούφι και θέλω άλλο.

- Μην ανησυχείς Νιόνιο, επροχτές που επήαμε στη χώρα, επήρε και ένα βιβλίο για εσένανε, θα ν το πάρεις το βράδι καθώς θα γυρίζεις με τα ζα3 για τον τσάρκο4.

- Ναναι καλά το παιδί που με εσκέφτηκε κι εσύ που το επλέρωσες.

- Δεν είναι τίποτσι Νιόνιο μου, έ, κι εσύ να σαι καλά που επροχτές ίφερες ένα ωραίο κουλούρι τυρί5 και μας εφίλεψες.

- Εντάξει Γεράσιμέ μου, θα περάσω το βράδι και μου δίνετε το βιβλίο.  

   Με τούτο και με τ΄άλλο οι δυο χωριανοί και αγαπημένοι φίλοι τα κανόνισαν όλα κι έτσι σε κάμποσες μέρες ένα πανέμορφο κατσικάκι έφτασε στο σπίτι.Ο Γιώργος ήτανε εννιά χρονώ, ο Γιάννης εφτά και η στρουμπουλή και ξανθή Λουκία πέντε. Τα δυο μικρότερα υιοθέτησαν και λάτρεψαν αμέσως το κατσικάκι. Αυτό, λες και ήτανε άνθρωπος, μπήκε αμέσως στην οικογένεια, κοιμότανε μαζί με τα δυο πιτσιρίκια κι έπαιζε μαζί τους. Ο Γιάννης το είχε πάρει υπό την προστασία του, το αγαπούσε και το φρόντιζε. Μιλούσε μαζί του, του είχε μάλιστα δώσει και όνομα. Μπέλα έλεγε την όμορφη και γλυκιά κατσικούλα. Εκείνη μόλις άκουγε το όνομά της έτρεχε αμέσως να τον συναντήσει χοροπηδώντας και βελάζοντας χαρούμενα. Ο χρόνος κύλαγε και τα ψωμιά της Μπέλας κόντευαν να τελειώσουν, το Πάσχα ερχότανε κι ο Γιαννάκης δεν ήθελε ν΄ακούσει κουβέντα για τη Μπέλα.

- Το κατσίκι είναι δικό μου και δεν το πειράζει κανένας.

- Ναι καλά λέει, πετιόταν η Λουκία, το αγαπάμε και θα το κρατήσουμε να παίζουμε.

- Τι μας ε λέτε ορέ, και τι θα φάμε το Πάσκα;

- Να σφάξετε άλλο, ετούτο δεν θα το πειράξετε πετιέται ο Γιάννης, είναι το κατσίκι μου σας ε λέω.

Το Πάσχα ήρθε και η Μπέλα τη γλύτωσε γιατί οι μεγάλοι κατάλαβαν καλά ότι τα δυο μικρά θα αρρώσταιναν αν πειράζανε το κατσίκι. Με τη σύμφωνη γνώμη της Νόνας της Στέλλας, αποφάσισαν να αναβάλλουν τη θυσία για τα Χριστούγεννα ελπίζοντας ότι ο Γιάννης και η Λουκία με κάποιο τρόπο θα είχαν ξεχάσει την αγάπη τους για τη Μπέλα. Αυτό δεν έλεγε να συμβεί όμως, η Μπέλλα λες και καταλάβαινε ότι η ζωή της κρεμόταν από μια λεπτή κλωστή, γινόταν όλο και πιο ανθρώπινη. Δεν ξεκολλούσε από την αγκαλιά του Γιάννη και της Λουκίας. Ειδικά με το Γιαννάκη είχε γίνει αχώριστη. Κι ο μικρός έλιωνε με κάθε βέλασμά της.

   Οι μεγάλοι κατάλαβαν τα σκούρα κι αποφάσισαν να βάλουν εμπρός τα μεγάλα μέσα. Η νόνα η Στέλλα σαν πιο έμπειρη ξεκίνησε το παραμύθιασμα:

- Γιαννούρη, ξέρεις τίποτσι; Η λιάρα η μάννα τση Μπέλας δεν μπορεί να κοιμηθεί χωρίς το παιδί τση. Πρέπει να ν τση το πάμε οπίσω γιατί θ΄αρρωστήσει και θα ψοφήσει.

-Μπα, τι μας ε λέτε, εσείς θα μου το σφάξετε. Δεν πιστεύω τίποτα.

- Δεν θα το σφάξουμε, αλήθεια σου λέω, τα Χριστούγεννα θα φάμε γουρούνι. Να, αύριο θα πας μαζί με τον πατέρα σου να ν την ιδείτε τη λιάρα και να ντση πάτε και το παιδί τση. Δεν καταλαβαίνεις ότι ένα παιδί δεν μπορεί χωρίς τη μάνα του; Εσύ τι λές, μπορείς χωρίς τη μάνα σου;

Το επιχείρημα ήτανε σοβαρό κι έτσι οι αντιρρήσεις του Γιαννάκη άρχισαν να λυγίζουν. Όσο και να μην εμπιστευότανε τη νόνα, άλλο τόσο σκεφτότανε και τη λιάρα που θα έκλαιγε χωρίς το παιδάκι της. Η δόλια πρόταση της νόνας έπιασε τόπο. Ο Γιάννης στο τέλος δέχτηκε να αποχωριστεί τη Μπέλα.
- Αμα δεν το σφάξετε, εντάξει, θα ν τηνε πάμε στη μάνα τση και θα πηαίνω να ν τηνε βλέπω.

  Την άλλη μέρα πέρασε ο Νιόνιος, έδεσε τη Μπέλα με ένα σχοινάκι κι άρχισε να τη σέρνει. Η Μπέλλα δεν ήθελε, αλλά μόλις πήρε στο χέρι του το σχοινί ο Γιαννάκης, τον ακολούθησε υπάκουα σαν σκυλάκι. Η μικρή Λουκία, με δακρυσμένα μάτια, στεκότανε στην πόρτα και κουνούσε ένα μαντηλάκι που της είχε δώσει η νόνα, για αποχαιρετισμό.   Οι επόμενες μέρες πέρασαν σχετικά ήσυχα μιας και ο Γιαννάκης ακολουθούσε το Νιόνιο και καθότανε μαζί του για να βλέπει τη Μπέλα να βόσκει μαζί με τα άλλα κατσίκια και τη μάννα της. Άρχισε όμως το σχολείο και ο Γιάννης αραίωσε τις επισκέψεις του στο κοπάδι. Τα σχέδια των μεγάλων πήγαιναν όπως τα είχαν υπολογίσει. Όταν έφτασαν τα Χριστούγεννα, ο Γιαννάκης είχε σχεδόν ξεχαστεί, η Μπέλα αντικαταστάθηκε από τη μπάλα και το σκλαβάκι που έπαιζε με τα άλλα παιδιά. Ρωτούσε βέβαια κάθε μέρα το Νιόνιο που τον έβλεπε να περνάει το βραδάκι μοναχός του μετά από το κλείσιμο στο μαντρί των ζωντανών.

- Τι κάνει η Μπέλα μου μπάρμπα Νιόνιο;

- Μια χαρά είναι Γιαννάκη, σε χαιρετάει.

  Τα Χριστούγεννα η Μπέλα έγινε με πατάτες στο φούρνο και τα φίδια ζώσανε και το Γιαννάκη και τη Λουκία.

- Τι είναι εκειό που εβάλετε στο φούρνο νόνα;

- Γουρούνι Γιάννη μου, γουρούνι, ρώτα και τον πατέρα σου.

- Μπαμπά, τι είναι εκείνο που ψήνουμε στο φούρνο;

- Γουρούνι Γιάννη μου, δεν τα είπαμε;

- Και η Μπέλλα μου; Που είναι η Μπέλλα μου; Θέλω να ν τηνε ιδώ.

- Ναι θέλω κι εγώ να ν τηνε ιδώ τη Μπέλλα, πετιέται και η Λουκία.

- Πάψε εσύ στρουμπούλω, την αποπαίρνει η νόνα. Η Μπέλλα επήε μαζί με το κοπάδι, ο Νιόνιος τα επήρε τα ζα και πάνε στο Σκινάρι για να φάνε κλαρί, εδώ δεν έχει να βοσκήσουνε. Σε λίγες μέρες θα πάμε κι εμείς στο Σκινάρι και θα ν τηνε ιδείτε.

- Καλά, αλλά εγώ από εκειό που είναι στο φούρνο δεν θα φάω, λέει άγρια ο Γιάννης.

- Μα Γιάννη μου μην τρως, δεν πειράζει, φάε εσύ πατατοκρέμμυδα, η νόνα θα σου βάλει μία παδελίτσα στη φωτιά.

- Α, δε μου αρέσουνε τα πατατοκρέμμυδα, θα φάω ψωμί με λάδι.

- Εντάξει, μη σε σκομπονέρει6, θα ν το φάμε εμείς οι άλλοι το χοίριο, εσύ θα κοιτάς και θα τρως ψωμί με λάδι, πετιέται η νόνα.

  Έτσι στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι όλοι λέγανε πόσο ωραίο είναι το “χοιρινό” και ο Γιάννης που δεν άντεχε άλλο την τσίκνα από τις ξεροψημένες στο λίπος του κατσικιού πατάτες, αποφάσισε να δοκιμάσει λίγο. Ήτανε τόσο νόστιμο το κρέας όμως που παραμέρισε όλους τους δισταγμούς του και άρπαξε ένα κοψίδι. Του άρεσε τόσο που δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί άλλο:

- Α, πολύ ωραίο το γουρούνι.

  Όλοι βάλανε τα γέλια, πλην της Λουκίας που δεν ήτανε στο κόλπο και κοίταζε τρώγοντας απονήρευτα.

- Γιατί γελάτε; Ρωτάει καχύποπτα ο Γιαννάκης. Με κοροϊδεύετε;

- Όχι Γιάννη μου, δεν είναι όμως νόστιμο το ... χοιρινό;

- Ναι, πολύ νόστιμο είναι, μου αρέσει.

-Θες να πούμε κι ένα τραγουδάκι τώρα να περνάει η ώρα; του λέει ο πατέρας του.

- Ναι να πούμε. Ποιο θα πούμε;

-Άκου ένα καινούργιο: Κάτσικον έτρωγα, γούρουνο εφώναζα. Αυτό είναι το τραγούδι. Σου αρέσει;

-Ναι μου αρέσει. Κάτσικον έτρωγα, γούρουνο εφώναζα, Το έμαθα.

  Επίλογος: Ο Γιάννης τις επόμενες μέρες δεν άφησε τους μεγάλους σε ησυχία, ούτε τον αδελφό του το Γιώργο. Οι μεγάλοι για να ησυχάσουν από τη γκρίνια, συνεννοήθηκαν με το Νιόνιο που ήρθε μια μέρα περίλυπος και τους είπε μια ολόκληρη ιστορία ότι τάχα μου επέρασε ένα βράδι κάποιος κλέφτης και την Μπέλα την έκλεψε και έτσι δεν γινότανε να πάει ο Γιάννης στο Σκινάρι και να την ιδεί. Εκείνος έκλαψε καμπόσο, αλλά δεν μπορούσε να κάμει διαφορετικά, έχαψε ή έκανε πως έχαψε το παραμύθι. Οι μέρες κύλησαν γρήγορα, ο Γιαννάκης πήγε στην επόμενη τάξη και κατάλαβε μόνος του τι ήθελε να πει το “τραγούδι” που του έμαθε ο πατέρας του.



1Μπουκάλι και ρόγα (μπιμπερόν)
2ειδοποιήσω
3ζώα
4Το μαντρί
5Λαδοτύρι Ζακύνθου
6Μη σε νοιάζει


Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017

Ιστορίες του βουνού.

O Γιαννάκης και η μύγα


  Ο Γιαννάκης είναι 6 ετών και είναι λίγο πιο μακριά από την αυλή, έχει ξεχαστεί και έχει προχωρήσει στο γειτονικό χωράφι. Κάθεται στα κότσια1 και σκαλίζει το χώμα μ΄ένα ξυλαράκι.
Περιμένει τον αδερφό του το Γιώργο που όπου νάναι θα γυρίσει από το σχολείο. Η μικρότερη αδελφή τους η Λουκία παίζει κι εκείνη στην αυλή με μερικές στρογγυλές πέτρες που μάζεψε προηγουμένως.
-Γειά σου Γιάννη, ακούγεται η φωνή του μεγαλύτερου αδερφού.Τι κάνεις εκεί;
-Να, κοιτάω ετούτα το σκαθάρια που σκαλίζουνε τση σβουνιές. Είναι δύο, έχουνε κάμει ένα μεγάλο σβώλο και τονε κυλάνε.
-Καλά, καλά, μα από πότε κάθεσαι εδώ και τα κοιτάς;
-Που να ξέρω, έχω κάμποση ώρα. Ετελείωσε το σχολείο;


  Η κουβέντα συνεχίστηκε και τα δυο αδέλφια αφοσιωμένα στη συζήτηση συνάντησαν τη μικρή αδερφή τους και όλα μαζί ρίχτηκαν στο παιχνίδι.
Η ώρα περνούσε και η πείνα άρχισε να τα σπρώχνει προς το σπίτι από όπου είχε αρχίσει ήδη να ξεχύνεται η γαργαλιστική μυρουδιά της τηγανητής πατάτας.
Ο Γιώργος, ο μεγάλος ήτανε ένα λιγνό πιτσιρίκι με πρασινωπά μάτια και καστανά μαλλιά. Ο Γιάννης ο μεσαίος, αντίθετα, ήτανε μελαχροινός και στρουμπουλός. Η Λουκία, στρουμπουλή κι εκείνη, γαλανομάτα και τρισευτυχισμένη μέσα στην άδολη ηλικία των τεσσάρων χρόνων της. Τα παιδιά είχανε δυο χρόνια διαφορά το ένα από τ΄άλλο.
Με τα σάλια τους σχεδόν να τρέχουν από την πείνα, μπήκαν όλα στη γωνιά κοιτάζοντας με λαχτάρα προς το τραπέζι.
Όπως ήτανε πεινασμένα ρίχτηκαν και τα τρία στο φαΐ χωρίς να προσέξουν τους μεγάλους που ήτανε ήδη καθισμένοι.
-Να, δεν σου τό΄λεγα εγώ; Κοίτα καλά και θα το ιδείς κι εσύ, ακούγεται η φωνή της νόνας της Στέλλας που τα κάνει να πεταχτούνε τρομαγμένα. Καλά, μη φοβόστενε, δεν είναι τίποτσι, κάτσε Γιάννη μου να ιδούμε λίγο τη μυτούλα σου.
-Όχι, δε θέλω, τι σας ε πειράζει η μύτη μου;
-Δε μας ε πειράζει, μα στη μύτη σου έχεις τη μύγα και πρέπει να ντηνε κάψουμε, λέει η νόνα.
-Εγώ τη μύγα μου τηνε θέλω και δεν θα ντηνε πειράξετε λέει ο Γιάννης, που από τη μια δεν καταλάβαινε τι θέλει να πει η νόνα και από την άλλη δεν της είχε καμμιά εμπιστοσύνη. Είχε συνηθίσει το δύστροπο και αυστηρό χαρακτήρα της.


  Τα τρία πιτσιρίκια και μόνο με την παρουσία της νόνας είχανε τρομοκρατηθεί. Τόσο η κοφτερή γλώσσα της όσο και η τσουχτερή βέργα της ήτανε στοιχεία απωθητικά για όλα τους. Είχανε γευτεί αρκετές φορές τις ξυλιές της νόνας αλλά και τις τρομερές κατάρες της.
Ο Γιάννης λοιπόν στη ρίζα της μύτης και ακριβώς ανάμεσα στα δυο ματάκια του είχε ένα μαύρο σημαδάκι, σαν μια μύγα. Αυτό το σημαδάκι, που δεν ήταν τίποτα άλλο από μια μικρή φλεβίτσα, ήτανε η αιτία της συζήτησης.
- Εμέ μου το είπε η Άννα η ξαδρέφη μου, ξαναρχίζει η νόνα. Ή του καίμε τη μύγα ή ευτούνος θα ν την ε φάει την αδρεφή του. Παναπεί, έτσι και τηνε αφήσουμε άκαφτη, θα πεθάνει η αδρεφή του.
- Τι λες ορή μάνα, πετιέται ο γιος της και πατέρας των παιδιών, αλήθεια δε μπορούμε να κάμουμε αλλιώς;
-Πες ότι μπορούμε να ν την ε αφήσουμε άκαφτη. Κι αν πεθάνει το κορίτσι;
- Ου, ου, ου, αρχίζει η μικρή Λουκία. Εγώ δε θέλω να πεθάνω.
Πάνω στη συζήτηση ο Γιάννης το βάζει στα πόδια και τρυπώνει πίσω από το βαρέλι του κρασιού. Οι μεγάλοι κατάλαβαν ότι θα έπεφτε πολλή γκρίνια και αποφάσισαν να αφήσουν το πράμα να ξεχαστεί και να επανέλθουν μια άλλη μέρα.
Έτσι κι έγινε,Μετά από μερικές μέρες η νόνα εμφανίστηκε πάλι, αυτή τη φορά με τη συνοδεία της ξαδέρφης της, της Άννας.
Και οι δυο καρακάξες είχαν φροντίσει να τρομοκρατήσουν όσο περισσότερο γινόταν τους γονείς των παιδιών:
-Είδετε τη μικρή τη Σούλα που επέθανε στο σοκομείο επέρσι; Ε, ο αδρεφός τσης ο Τάκης είχε τη μύγα στη μύτη του και δεν του την ε κάψανε. Εντογιε γιατί επέθανε το κορίτσι.
- Είναι σίγουρο, συμπλήρωνε η Άννα, Το είπε κι ο γιατρός ο Ματαράγκας, αν δεν είχε τη μύγα ο Τάκης, το κορίτσι θα έζηε τώρα.
-Ω τι επάθαμε, λέει ο πατέρας των παιδιών. Θα χάσουμε το κορίτσι. Το Γιάννη πρέπει να τονε τσακώσουμε και να του την ε κάψουμε με το έτσι θέλω. Έλα όμως που δε στέκεται, κλαίει, φουγιάζει, χτυπιέται … τι να κάμουμε;
- Μη σας ε νοιάζει, λέει η νόνα. Ξέρουμε πόσο λιχούδης είναι, να ντου φέρτε δυο λουκούμια από το μαγαζί με μπόλικη ζάχαρη απάνου και θα ν τον ε καταφέρουμε. Στο κάτου κάτου δεν θα ν τονε βάλουμε και στη σούγλα, ένα λεφτό είναι χρεία να κάτσει μες στο φούρνο, δυο ξυλαράκια θα ανάψουμε στη μπούκα κι εντάξει είμαστε.
Έτσι κι έγινε, τα λουκούμια εκάμανε το θαύμα τους, ο Γιαννάκης με χίλια ζόρια και δυο χιλιάδες δισταγμούς, πλησίασε το φούρνο από τη λαιμαργία του, τρώγοντας το ένα λουκούμι. Του είχανε τάξει ότι θα του δίνανε και το άλλο αλλά να κάτσει και λίγο μέσα. Ο μικρός δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα. Είχε ιδεί το αρνί που το είχανε ψήσει στο ταψί αφού πρώτα είχανε κάψει καλά το φούρνο και εκτός αυτού δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στη νόνα.
Ο πατέρας του άρχισε να τον καλοπιάνει:
- Έλα Γιάννη μου τώρα, τι θα πάθεις να έμπεις μία στάλα μές το φούρνο; Κάμε μου εμέ τη χάρη, θα φας και το άλλο το λουκούμι μετά.
- Δεν θέλω σου λέω, δεν μπαίνω, δεν θέλω λουκούμι.
-Μα δεν τηνε αγαπάς την αδρεφή σου; Θες να πεθάνει, πετιέται η νόνα.
- Την αγαπάω, δε θέλω να πεθάνει μα στο φούρνο δε μπαίνω, άσε με κι εσύ.
- Για σώπα, αφού δε μπαίνεις θα πεθάνει, δε γλιτώνει, πως λες ότι την ε αγαπάς;
- Δεν πεθαίνει σας ε λέω, δεν τηνε πειράζω.
- Α, θα ν την ε φας, δεν γλυτώνει αν δεν έμπεις μέσα.
- Δε μπαίνω είπα, δεν πα να λέτε.
-Κερατά, λέει ο πατέρας του, θα σε φτιάσω εγώ. Δίνει μια, τον αρπάζει και τον χώνει με το ζόρι μέσα στο φούρνο. Ο μικρός κόντεψε να γκρεμίσει το σπίτι και το φούρνο από τις στριγκλιές και τα κλάματα. Τα μάτια του είχανε γίνει σαν αβγά από την τρομάρα και τα δάκρυα τρέχανε βροχή.
- Μανούλα, βοήθεια, θα με κάψουνε.
- Μην κλαις παιδάκι μου δε σε καίνε, του λέει ξεψυχισμένα η μητέρα του, που από τη μια τον λυπόταν, μα από την άλλη δεν τόλμαγε να πάει και κόντρα στην πεθερά της.
Εκείνη τη στιγμή η νόνα ανάβει μπρος από την πόρτα του φούρνου ένα σπίρτο, μετά από το σπίρτο ανάβει ένα χαρτί και με το χαρτί ένα ξερό κλαράκι. Με κάθε της κίνηση, η καρδιά του μικρού πήγαινε να σπάσει από το φόβο και μια δυνατή στριγκλιά έβγαινε από το λαρύγγι του. Μια φλόγα άναψε μπροστά από τα γουρλωμένα μάτια του Γιαννάκη που έντρομος άρχισε να χτυπιέται και να σπαράζει πια από τα κλάματα και τις φωνές. Η γειτονιά είχε μαζευτεί έξω από τη γωνιά και περίμενε να δει το αποτέλεσμα της μαγικής τελετουργίας.
-Λέγε Γιάννη , θα ν την ε φας την αδρεφή σου, πετιέται η Αννα.
- Όχι σας είπα, δεν την ε πειράζω , αφήστε με, μη με κάψετε.
-Πρέπει να το ειπείς τρεις φορές επιμένει εκείνη. Θα ν την ε φάς;
- Όχι παλιόγρια είπα, δεν την ε τρώω, δεν ακούς, βγάλε με σου λέω.
-Για πες το ακόμα μία, θα ν την ε φας;
- Όχι παλιοστρίγκλα, σκατόγρια, μπαμπόγρια, που να σε φάει το μαύρο φίδι, που να σπάσεις το πόδι σου και να φας τα σκατά τση νόνας μου.
- Εντάξει, βγάρτε τον ε, το είπε τρεις φορές ότι δεν την ε τρώει, λέει εκείνη.
Στο μεταξύ η νόνα είχε πει τρεις φορές το ξόρκι που της είχε μάθει κι εκεινής η νόνα τση για τη μύγα και είχε φροντίσει να σβήσει το ξερόκλαδο που είχε ανάψει ομπρος από την πόρτα του φούρνου.
Ο ταλαίπωρος και τρομοκρατημένος Γιαννάκης σύρθηκε τρέμοντας και κλαίγοντας έξω από το φούρνο και χώθηκε στην αγκαλιά της μάνας του. Εκείνη αναστατωμένη όπως κι αυτός προσπάθησε να τον καθησυχάσει δίνοντάς του και το δεύτερο λουκούμι που εκείνος το καταβρόχθισε κι ας ήταν λίγο αλμυρούτσικο από τα πύρινα δάκρυά του.



1 Χρησιμοποιεί για κάθισμα τα ίδια του τα πόδια, τις φτέρνες.