Σελίδες

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017

Ιστορίες του βουνού.

O Γιαννάκης και η μύγα


  Ο Γιαννάκης είναι 6 ετών και είναι λίγο πιο μακριά από την αυλή, έχει ξεχαστεί και έχει προχωρήσει στο γειτονικό χωράφι. Κάθεται στα κότσια1 και σκαλίζει το χώμα μ΄ένα ξυλαράκι.
Περιμένει τον αδερφό του το Γιώργο που όπου νάναι θα γυρίσει από το σχολείο. Η μικρότερη αδελφή τους η Λουκία παίζει κι εκείνη στην αυλή με μερικές στρογγυλές πέτρες που μάζεψε προηγουμένως.
-Γειά σου Γιάννη, ακούγεται η φωνή του μεγαλύτερου αδερφού.Τι κάνεις εκεί;
-Να, κοιτάω ετούτα το σκαθάρια που σκαλίζουνε τση σβουνιές. Είναι δύο, έχουνε κάμει ένα μεγάλο σβώλο και τονε κυλάνε.
-Καλά, καλά, μα από πότε κάθεσαι εδώ και τα κοιτάς;
-Που να ξέρω, έχω κάμποση ώρα. Ετελείωσε το σχολείο;


  Η κουβέντα συνεχίστηκε και τα δυο αδέλφια αφοσιωμένα στη συζήτηση συνάντησαν τη μικρή αδερφή τους και όλα μαζί ρίχτηκαν στο παιχνίδι.
Η ώρα περνούσε και η πείνα άρχισε να τα σπρώχνει προς το σπίτι από όπου είχε αρχίσει ήδη να ξεχύνεται η γαργαλιστική μυρουδιά της τηγανητής πατάτας.
Ο Γιώργος, ο μεγάλος ήτανε ένα λιγνό πιτσιρίκι με πρασινωπά μάτια και καστανά μαλλιά. Ο Γιάννης ο μεσαίος, αντίθετα, ήτανε μελαχροινός και στρουμπουλός. Η Λουκία, στρουμπουλή κι εκείνη, γαλανομάτα και τρισευτυχισμένη μέσα στην άδολη ηλικία των τεσσάρων χρόνων της. Τα παιδιά είχανε δυο χρόνια διαφορά το ένα από τ΄άλλο.
Με τα σάλια τους σχεδόν να τρέχουν από την πείνα, μπήκαν όλα στη γωνιά κοιτάζοντας με λαχτάρα προς το τραπέζι.
Όπως ήτανε πεινασμένα ρίχτηκαν και τα τρία στο φαΐ χωρίς να προσέξουν τους μεγάλους που ήτανε ήδη καθισμένοι.
-Να, δεν σου τό΄λεγα εγώ; Κοίτα καλά και θα το ιδείς κι εσύ, ακούγεται η φωνή της νόνας της Στέλλας που τα κάνει να πεταχτούνε τρομαγμένα. Καλά, μη φοβόστενε, δεν είναι τίποτσι, κάτσε Γιάννη μου να ιδούμε λίγο τη μυτούλα σου.
-Όχι, δε θέλω, τι σας ε πειράζει η μύτη μου;
-Δε μας ε πειράζει, μα στη μύτη σου έχεις τη μύγα και πρέπει να ντηνε κάψουμε, λέει η νόνα.
-Εγώ τη μύγα μου τηνε θέλω και δεν θα ντηνε πειράξετε λέει ο Γιάννης, που από τη μια δεν καταλάβαινε τι θέλει να πει η νόνα και από την άλλη δεν της είχε καμμιά εμπιστοσύνη. Είχε συνηθίσει το δύστροπο και αυστηρό χαρακτήρα της.


  Τα τρία πιτσιρίκια και μόνο με την παρουσία της νόνας είχανε τρομοκρατηθεί. Τόσο η κοφτερή γλώσσα της όσο και η τσουχτερή βέργα της ήτανε στοιχεία απωθητικά για όλα τους. Είχανε γευτεί αρκετές φορές τις ξυλιές της νόνας αλλά και τις τρομερές κατάρες της.
Ο Γιάννης λοιπόν στη ρίζα της μύτης και ακριβώς ανάμεσα στα δυο ματάκια του είχε ένα μαύρο σημαδάκι, σαν μια μύγα. Αυτό το σημαδάκι, που δεν ήταν τίποτα άλλο από μια μικρή φλεβίτσα, ήτανε η αιτία της συζήτησης.
- Εμέ μου το είπε η Άννα η ξαδρέφη μου, ξαναρχίζει η νόνα. Ή του καίμε τη μύγα ή ευτούνος θα ν την ε φάει την αδρεφή του. Παναπεί, έτσι και τηνε αφήσουμε άκαφτη, θα πεθάνει η αδρεφή του.
- Τι λες ορή μάνα, πετιέται ο γιος της και πατέρας των παιδιών, αλήθεια δε μπορούμε να κάμουμε αλλιώς;
-Πες ότι μπορούμε να ν την ε αφήσουμε άκαφτη. Κι αν πεθάνει το κορίτσι;
- Ου, ου, ου, αρχίζει η μικρή Λουκία. Εγώ δε θέλω να πεθάνω.
Πάνω στη συζήτηση ο Γιάννης το βάζει στα πόδια και τρυπώνει πίσω από το βαρέλι του κρασιού. Οι μεγάλοι κατάλαβαν ότι θα έπεφτε πολλή γκρίνια και αποφάσισαν να αφήσουν το πράμα να ξεχαστεί και να επανέλθουν μια άλλη μέρα.
Έτσι κι έγινε,Μετά από μερικές μέρες η νόνα εμφανίστηκε πάλι, αυτή τη φορά με τη συνοδεία της ξαδέρφης της, της Άννας.
Και οι δυο καρακάξες είχαν φροντίσει να τρομοκρατήσουν όσο περισσότερο γινόταν τους γονείς των παιδιών:
-Είδετε τη μικρή τη Σούλα που επέθανε στο σοκομείο επέρσι; Ε, ο αδρεφός τσης ο Τάκης είχε τη μύγα στη μύτη του και δεν του την ε κάψανε. Εντογιε γιατί επέθανε το κορίτσι.
- Είναι σίγουρο, συμπλήρωνε η Άννα, Το είπε κι ο γιατρός ο Ματαράγκας, αν δεν είχε τη μύγα ο Τάκης, το κορίτσι θα έζηε τώρα.
-Ω τι επάθαμε, λέει ο πατέρας των παιδιών. Θα χάσουμε το κορίτσι. Το Γιάννη πρέπει να τονε τσακώσουμε και να του την ε κάψουμε με το έτσι θέλω. Έλα όμως που δε στέκεται, κλαίει, φουγιάζει, χτυπιέται … τι να κάμουμε;
- Μη σας ε νοιάζει, λέει η νόνα. Ξέρουμε πόσο λιχούδης είναι, να ντου φέρτε δυο λουκούμια από το μαγαζί με μπόλικη ζάχαρη απάνου και θα ν τον ε καταφέρουμε. Στο κάτου κάτου δεν θα ν τονε βάλουμε και στη σούγλα, ένα λεφτό είναι χρεία να κάτσει μες στο φούρνο, δυο ξυλαράκια θα ανάψουμε στη μπούκα κι εντάξει είμαστε.
Έτσι κι έγινε, τα λουκούμια εκάμανε το θαύμα τους, ο Γιαννάκης με χίλια ζόρια και δυο χιλιάδες δισταγμούς, πλησίασε το φούρνο από τη λαιμαργία του, τρώγοντας το ένα λουκούμι. Του είχανε τάξει ότι θα του δίνανε και το άλλο αλλά να κάτσει και λίγο μέσα. Ο μικρός δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα. Είχε ιδεί το αρνί που το είχανε ψήσει στο ταψί αφού πρώτα είχανε κάψει καλά το φούρνο και εκτός αυτού δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στη νόνα.
Ο πατέρας του άρχισε να τον καλοπιάνει:
- Έλα Γιάννη μου τώρα, τι θα πάθεις να έμπεις μία στάλα μές το φούρνο; Κάμε μου εμέ τη χάρη, θα φας και το άλλο το λουκούμι μετά.
- Δεν θέλω σου λέω, δεν μπαίνω, δεν θέλω λουκούμι.
-Μα δεν τηνε αγαπάς την αδρεφή σου; Θες να πεθάνει, πετιέται η νόνα.
- Την αγαπάω, δε θέλω να πεθάνει μα στο φούρνο δε μπαίνω, άσε με κι εσύ.
- Για σώπα, αφού δε μπαίνεις θα πεθάνει, δε γλιτώνει, πως λες ότι την ε αγαπάς;
- Δεν πεθαίνει σας ε λέω, δεν τηνε πειράζω.
- Α, θα ν την ε φας, δεν γλυτώνει αν δεν έμπεις μέσα.
- Δε μπαίνω είπα, δεν πα να λέτε.
-Κερατά, λέει ο πατέρας του, θα σε φτιάσω εγώ. Δίνει μια, τον αρπάζει και τον χώνει με το ζόρι μέσα στο φούρνο. Ο μικρός κόντεψε να γκρεμίσει το σπίτι και το φούρνο από τις στριγκλιές και τα κλάματα. Τα μάτια του είχανε γίνει σαν αβγά από την τρομάρα και τα δάκρυα τρέχανε βροχή.
- Μανούλα, βοήθεια, θα με κάψουνε.
- Μην κλαις παιδάκι μου δε σε καίνε, του λέει ξεψυχισμένα η μητέρα του, που από τη μια τον λυπόταν, μα από την άλλη δεν τόλμαγε να πάει και κόντρα στην πεθερά της.
Εκείνη τη στιγμή η νόνα ανάβει μπρος από την πόρτα του φούρνου ένα σπίρτο, μετά από το σπίρτο ανάβει ένα χαρτί και με το χαρτί ένα ξερό κλαράκι. Με κάθε της κίνηση, η καρδιά του μικρού πήγαινε να σπάσει από το φόβο και μια δυνατή στριγκλιά έβγαινε από το λαρύγγι του. Μια φλόγα άναψε μπροστά από τα γουρλωμένα μάτια του Γιαννάκη που έντρομος άρχισε να χτυπιέται και να σπαράζει πια από τα κλάματα και τις φωνές. Η γειτονιά είχε μαζευτεί έξω από τη γωνιά και περίμενε να δει το αποτέλεσμα της μαγικής τελετουργίας.
-Λέγε Γιάννη , θα ν την ε φας την αδρεφή σου, πετιέται η Αννα.
- Όχι σας είπα, δεν την ε πειράζω , αφήστε με, μη με κάψετε.
-Πρέπει να το ειπείς τρεις φορές επιμένει εκείνη. Θα ν την ε φάς;
- Όχι παλιόγρια είπα, δεν την ε τρώω, δεν ακούς, βγάλε με σου λέω.
-Για πες το ακόμα μία, θα ν την ε φας;
- Όχι παλιοστρίγκλα, σκατόγρια, μπαμπόγρια, που να σε φάει το μαύρο φίδι, που να σπάσεις το πόδι σου και να φας τα σκατά τση νόνας μου.
- Εντάξει, βγάρτε τον ε, το είπε τρεις φορές ότι δεν την ε τρώει, λέει εκείνη.
Στο μεταξύ η νόνα είχε πει τρεις φορές το ξόρκι που της είχε μάθει κι εκεινής η νόνα τση για τη μύγα και είχε φροντίσει να σβήσει το ξερόκλαδο που είχε ανάψει ομπρος από την πόρτα του φούρνου.
Ο ταλαίπωρος και τρομοκρατημένος Γιαννάκης σύρθηκε τρέμοντας και κλαίγοντας έξω από το φούρνο και χώθηκε στην αγκαλιά της μάνας του. Εκείνη αναστατωμένη όπως κι αυτός προσπάθησε να τον καθησυχάσει δίνοντάς του και το δεύτερο λουκούμι που εκείνος το καταβρόχθισε κι ας ήταν λίγο αλμυρούτσικο από τα πύρινα δάκρυά του.



1 Χρησιμοποιεί για κάθισμα τα ίδια του τα πόδια, τις φτέρνες.