Σελίδες

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2024

  Κοκκινιστό με σκαντζόχοιρο


Κάπου στα 18 μου χρόνια (γύρω στα 1968-69) ξεκίνησα με το φίλο και συμμαθητή Γιάννη για το μεγάλο ταξίδι: Θα πηγαίναμε στην Πάτρα με το ΚΤΕΛ, όπου εκείνος θα λάβαινε μέρος σε ένα διαγωνισμό. Εγώ είχα ήδη πετύχει στο Πανεπιστήμιο και δεν ενδιαφερόμουν, ο φίλος δεν είχε περάσει κι έτσι έψαχνε κι άλλες πιθανότητες μελλοντικής επαγγελματικής αποκατάστασης, μέχρι να κυλήσει ο χρόνος και να ξαναδώσει εξετάσεις. Ο διαγωνισμός θα γινόταν από κάποια τράπεζα που ήθελε να προσλάβει 50 άτομα. Οι ελπίδες του Γιάννη για πρόσληψη ήταν μηδαμινές. Ξέραμε όλοι πολύ καλά ότι στο τέλος τις θέσεις θα έπαιρναν όσοι είχαν τα μέσα, ο διαγωνισμός γινόταν “δια το θεαθήναι”, χούντα είχαμε, αυτά διατυμπανίζονταν σαν “φιλελεύθερα μέτρα”. Αλλά έστω κι αν είχε μια ελπίδα ο φίλος, αυτή διαλυόταν από τον πολύ μεγάλο αριθμό των υποψηφίων: 40-50 χιλιάδες για 50 θέσεις. Πιθανότητες μία στις χίλιες. 

   Παρ’όλα αυτά, η ιδέα του ταξιδιού ήταν ελκυστική, η Πάτρα από τα Γιάννενα ήταν πολύ μακρυά τότε κι εμείς δεν είχαμε ξαναπάει. Θα φεύγαμε ενωρίς το πρωί, εκείνος θα πήγαινε στο εξεταστικό κέντρο, που ήταν στις αίθουσες του τότε Πανεπιστημίου, στο κέντρο της πόλης. 

  Εγώ θα τον περίμενα χαζεύοντας στα πέριξ, μετά θα παίρναμε το αστικό και θα πηγαίναμε στην Πατρινή παραλία για μπάνιο. Κατόπιν θα παίρναμε πάλι το αστικό, θα πηγαίναμε στο Ρίο και θα περιμέναμε το λεωφορείο του ΚΤΕΛ που θα ερχόταν από Αθήνα για να μπει στο φεριμπότ. Όλα έγιναν όπως τα είχαμε υπολογίσει. Τα θέματα στις εν λόγω εξετάσεις ήταν φυσικά άπιαστα και πολλά. Ο φίλος δεν πρέπει να έπιασε ούτε τη βάση, οπότε το ρίξαμε στην πλάκα. 

  Κάναμε το μπάνιο μας, γλυκοκοιτάξαμε μερικά όμορφα κορίτσια που χαίρονταν κοντά μας τη θάλασσα και αφού ήπιαμε σαν άρχοντες το καφεδάκι μας και φάγαμε από ένα σάντουϊτς στην καντίνα, ξεκινήσαμε για το Ρίο. Φτάνοντας στο πλοίο κι εκεί που περιμέναμε να φανεί το λεωφορείο, παρατηρούσαμε τα φορτηγά που επιβιβάζονταν. Η ξαφνική ιδέα έπεσε: 

- Αντί να πάμε με το ΚΤΕΛ, δεν κοιτάμε μήπως μας πάρει κάνας φορτηγατζής;  Έτσι θα γλιτώσουμε και τα εισιτήρια και θάχουμε στα Γιάννενα παραπανίσιο χαρτζιλίκι για κάνα τσιγάρο και τίποτα μπύρες, αύριο-μεθαύριο. Έτσι και έγινε. Ο κυρ-Κώστας από την Αρδομίστα γύριζε από Αθήνα όπου είχε πάει αγώι και θα μας έπαιρνε ευχαρίστως, άδειος ήτανε, παρέα ήθελε, φτάνει να του δίναμε το… κατιτίς του “για τα καύσιμα ρε παιδιά”. 

-Κυρ-Κώστα, αν είχαμε θα σου δίναμε, αλλά τι να πάρεις από μας, φοιτητές είμαστε, που να τα βρούμε τα λεφτά; 

-Άειντε τώρα, δεν θα πλερώνατε εισιτήρια στο ΚΤΕΛ; Δώστε μου τα μισά και εντάξει. 

 Το παζαρέψαμε λίγο, του κόψαμε κάτι,ανεβήκαμε στο φορτηγό και … δρόμο. Βγαίνοντας από το πλοίο είχε ήδη πέσει το σκοτάδι και … ντουκου ντούκου μηχανάκι ο κυρ Κώστας πήρε το δρόμο σιά παν’ κατά την ανηφόρα. Περάσαμε το Μεσολόγγι, περάσαμε το Αγρίνιο, περάσαμε την Άρτα. Μετά την Άρτα ο οδηγός μας άρχισε να νυστάζει, το αμάξι αντί για ευθεία έκανε βόλτες. Μία κατά το λαγκάδι στα δεξιά, μία κατά τα βράχια στα αριστερά. Ανατριχιάσαμε. 

-Κυρ-Κώστα, … νυστάζεις, πρόσεχε, θα μας φάει το μαύρο το σκοτάδι! 

-Μπα, μην ανησυχείτε, έτσι κάνουμε εμείς οι … επαγγελματίες. Θα ξενυστάξω … οδηγώντας. 

 Ο Γιάννης συνήθως ήταν λαλίστατος, τα ανέκδοτα και τα τραγούδια του Καζαντζίδη τα είχε πάντα στην άκρη της γλώσσας. Από την τρομάρα του όμως τούτη την ώρα που αυτά ακριβώς χρειαζόμαστε για να κρατάμε ξύπνιο τον οδηγό, είχε πάθε γλωσσοδέτη. Είχε γουρλώσει τα μάτια κοιτώντας τον και δεν έβγαζε λέξη. Αφού είδα ότι δεν γινόταν τίποτα έτσι και ότι ο κυρ- Κώστας δεν ήθελε και πολύ να μας πετάξει στο Λούρο, έβαλα σε ενέργεια τα μεγάλα μέσα: Κάθε φορά που έβλεπα ότι πάει να γλαρώσει, του έριχνα μια δυνατή αγκωνιά. Εκείνος τιναζόταν αλλά ξύπναγε με διαμαρτυρίες: 

 -Για κάτσε καλά φοιτητή, θα μας σκοτώσεις με τσ’αγκωνιές σου. Με τα πολλά τον πείσαμε να σταματήσει κάπου, να τον κεράσουμε καφέ, να ξαγρυπνήσει, να φτάσουμε ζωντανοί. Μόλις φτάσαμε Γιάννενα, του δώσαμε το κατιτίς και κόψαμε λάσπη για το σπίτι μου που ήτανε πιο κοντά πανικόβλητοι και τρέμοντας από τη λαχτάρα που πάθαμε. Εκεί μας περίμενε η οικογένεια, μας δέχτηκαν με χαρά. Είπαμε τα καθέκαστα, μας επιτίμησαν σκληρά όμως για την ανοησία της ιδέας για οτοστόπ, “Δεν σας είχαμε δώσει λεφτά για το εισιτήριο; Τι βλακείες είναι αυτές;”, είπε ο πατέρας μου. Η αλήθεια βέβαια ήταν ότι αυτό ίσχυε κατά το ήμισυ. Εγώ είχα πάρει λεφτά από τους γονείς μου, αλλά ο Γιάννης που ήταν από χωριό, έμενε σε νοικιαστό σπίτι στο Κάστρο με τα δυο του αδέλφια και λεφτά τους έστελναν μόνο για το φροντιστήριο του Γιάννη, για το νοίκι και τη διατροφή τους. Αν ήθελαν κάτι παραπάνω, έπρεπε να δουλέψουν τα ίδια για να το κερδίσουν. 

   Ο Γιάννης πούλαγε κάνα λαχείο για το περίσσιο χαρτζιλίκι ή ξεφόρτωνε τίποτα μπύρες στην αντιπροσωπεία του Φιξ ή τίποτα κεραμίδια σε μια εταιρεία με οικοδομικά υλικά. Φυσικά κι εγώ ξεφόρτωνα που και που τίποτα φρουτικά στη λαχαναγορά όπου δούλευε ο πατέρας μου, καμιά φορά και κάνα κεραμίδι μαζί με το Γιάννη, αλλά για μένα ήτανε πολύ βαριές δουλειές, ο Γιάννης ήταν διπλάσιος σε βάρος και πολύ πιο μυώδης και ψημένος στη σκληρή δουλειά. 

    Ο πατέρας μου που του άρεσε η μαγειρική, μας είπε ότι είχε ετοιμάσει ένα ραγού “να γλύφετε τα δάχτυλά σας”. Μας πληροφόρησε ότι “εκτός από το μοσχαράκι στο ραγού, σας έχω και μερικά κομμάτια κουνέλι που το έκανα κι αυτό με την ίδια σάλτσα”. Είχαμε ψοφήσει στην πείνα και οι δυο, αλλά τα 120 κιλά του Γιάννη ήταν πολύ πιο απαιτητικά. Φάγαμε όλα τα μακαρόνια, το μοσχαράκι και το κουνέλι, που ήταν πεντανόστιμα. Δώσαμε πολλά συγχαρητήρια στο μάγειρα και χορτάτοι αποχαιρετιστήκαμε, ο Γιάννης παίρνοντας την κατηφόρα για το Κάστρο κι εγώ την ανηφόρα, για το πάνω πάτωμα όπου ήταν το κρεβάτι μου. Τις επόμενες μέρες θυμόμαστε με νοσταλγία τις ώρες που περάσαμε στο ταξίδι, τον κυρ-Κώστα που παραλίγο να μας στείλει στον άλλο κόσμο, μα πάντα κλείναμε τις συζητήσεις μας με το “υπέροχο ραγού του πατέρα σου”. 

  Μια μέρα, εκεί που το συζητούσαμε πάλι μπροστά του, μήπως και φιλοτιμηθεί να ξαναμαγειρέψει κάτι ανάλογο, τον ακούμε να λέει ανάμεσα στα γέλια των υπόλοιπων μελών της οικογένειας: 

-Ωραίος όμως ο σκαντζόχερας, ε; 

-Μα δεν έχουμε φάει, του λέμε και οι δυο με μια φωνή. 

-Για σωπάτε ρε παιδιά κι επροχτές τι λέτε να εφάγατε; 

-Μοσχαράκι και κουνέλι! (Λες;) 

-Δεν σου είχα πει πως θα σε ταΐσω σκατζόχερα για να γίνεις καλά από τσου ρευματισμούς σου; 

-Και μας τον επαρουσίασες για κουνέλι ε; 

-Αμ πως αλλιώς θα τον ετρώγατε; 

-Καλά ο γιος σου κυρ Γεράσιμε, εγώ τι έφταιγα, λέει ο Γιάννης. 

-Λες να σε χάλασε βρε Γιάννη; Εγώ θυμάμαι που πήγατε να βγάλετε τα μάτια σας με τα πιρούνια στην πρεμούρα σας μη μείνει κάνα κομμάτι. Αλλά και τι να σου κάμω; Γι αυτά δεν είναι οι φίλοι;

-Δε βαριέσαι κυρ Γεράσιμε, ήταν πολύ ωραίος και πολύ καλύτερος από τα βατραχοπόδαρα που φάγαμε πριν μερικές μέρες στη Ντραμπάτοβα στην εκδρομή με το Φροντιστήριο. Καλά να είσαι και μακάρι να έγινε καλά ο φίλος μου. 


 Δεν ξέρω αν έγινα καλά από το σκατζόχερα ή από τα φάρμακα. Ο πατέρας μου φυσικά ήτανε βέβαιος ότι χωρίς το σκατζόχερα δεν θα γινότανε δουλειά.