Σελίδες

Τετάρτη 14 Ιουνίου 2017

Αποχαιρετισμός στην θρησκευτική πίστη

Γεννήθηκα το 1951 και όταν άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο συνειδητοποίησα ότι θάπρεπε να προσέχω πως μιλάω όταν ήμουν έξω από το σπίτι. Η οικογένειά μου ζούσε σ΄ένα μικρό ορεινό χωριουδάκι της Ζακύνθου. Η μητέρα μου ήτανε η μοναδική δασκάλα του χωριού. Ο πατέρας μου, ένας αγρότης που δεν είχε καλά καλά τελειώσει τη δημοτικό σχολείο. Το πρώτο σχολείο που θυμάμαι ήταν μια τεράστια μαύρη τέντα γιατί ο σεισμός του 53 είχε γκρεμίσει το σχολείο. Αμέσως μετά θυμάμαι ένα ξύλινο σχολείο στη θέση της και στη συνέχεια ένα κτίριο με την τελευταία λέξη της τεχνικής που κατασκευάστηκε από φαντάρους. Την ίδια εποχή – γύρω στο 58 – άρχισαν να χτίζονται και τα σπίτια των κατοίκων με δάνεια κρατικά. Όλα χτίστηκαν χωρίς καμπινέ. Οι έννοιες “τουαλέτα”, “μπάνιο”, “αποχωρητήριο” κλπ ήταν και έμειναν γι αρκετά χρόνια συνώνυμες της λέξης “χωράφι”.
Θεωρώ εξαιρετική τύχη το γεγονός ότι πήγα ένα χρόνο νωρίτερα στο σχολείο, λόγω μιας νομικής λεπτομέρειας. Βέβαια ήξερα να διαβάζω πριν πάω σχολείο και έτσι στις πρώτες τάξεις του δημοτικού είχα ξεκοκαλίσει κάθε βιβλίο από τη βιβλιοθήκη της μάνας μου. Οι γονείς βλέποντας την ταχύτητα με την οποία τα διάβαζα, φρόντιζαν να μου φέρνουν και νέο υλικό κάθε φορά που κατέβαιναν στην πόλη. Έτσι στην τρίτη του δημοτικού είχα διαβάσει όλα τα παιδαγωγικά βιβλία της μάνας μου αλλά και Ε.Α.Πόε. Τα σχολικά βιβλία τα άφηνα για το τέλος, αλλά πρώτα πρώτα στην αρχή κάθε χρονιάς ξεκοκάλιζα την ιστορία, τα θρησκευτικά και τα αναγνωστικά.
Όταν δεν είχα κάτι καινούργιο να διαβάσω, έπιανα όποια εφημερίδα έβρισκα μπροστά μου, ακόμη και αυτές που ο μπακάλης χρησιμοποιούσε για να τυλίγει τις ρέγγες. Κάπου κάπου βρισκόταν στο δρόμο μου και κάποιο περιοδικό. “Ρομάτζο” ή “Θησαυρός”.
Εννοείται πως η μόνη διαθέσιμη εφημερίδα την εποχή εκείνη ήταν η “Ακρόπολις”. Οι άλλες ήταν απαγορευμένες ως κομμουνιστικές.
Στις σπάνιες επισκέψεις της οικογένειας στην πόλη, στα μάτια μου κυριαρχούσαν οι τεράστιες αφίσες που έδειχναν έναν θηριώδη αντάρτη να σφάζει ένα αθώο κοριτσάκι και οι λεζάντες τους που έσταζαν αίμα και έλεγαν “ Οι συμμορίτες είναι εχθροί της πατρίδας”, “Ποτέ κομμουνισμός” και διάφορα τέτοια.
Όποτε ρωτούσα τους γονείς για τις αφίσες αυτές , έπαιρνα σαν απάντηση άγριες ματιές και αυστηρές συστάσεις : “ Μη μιλάς πολύ, κοίτα τη δουλειά σου, είσαι πολύ μικρός γι αυτά, κλείνε το στόμα σου, οι τοίχοι έχουν αυτιά ... “.
Συνήθισα αυτό το συνωμοτικό κλίμα και αποφάσισα ότι έπρεπε να βγάλω άκρη μόνος μου. Έκλεινα καλά το στόμα μου και τέντωνα τα αυτιά μου σε κάθε κουβέντα των μεγάλων. Κατάλαβα λοιπόν ότι υπήρχε κόσμος στην εξορία, ότι κάποιοι χωριανοί ήταν πιο επικίνδυνοι από κάποιους άλλους, κάποιοι ήτανε στα ΤΕΑ και κάποιοι όπως ο κουμπάρος μας ο Πέτρος ήτανε “παλιοκομμουνιστές” και άθεοι. Τον κουμπάρο τον Πέτρο τον αγαπούσα, ήτανε φίλοι με τον πατέρα μου κι όπως έμαθα αργότερα, λίγο πριν γεννηθώ εγώ ήτανε μαζί στη χωροφυλακή στα Γιάννενα, από την οποία φύγανε ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Ο κουμπάρος ο Πέτρος μια φορά στο σπίτι μου έβγαλε και διάβαζε μια παράξενη εφημερίδα, που δεν την είχα ξαναδεί . “Αυγή” τη λέγανε και γούρλωσα τα μάτια μου προσπαθώντας να διαβάσω λαθραία. Αυτός κατάλαβε τη λαχτάρα μου και μου την έδωσε. Ένας άλλος κόσμος ανοίχτηκε μπροστά στα κατάπληκτα μάτια μου. Εκεί δεν είχε “Τσακιτζή” και κομμουνιστοφάγους, όπως η Ακρόπολις, είχε “Μποστ” και διαμαρτυρία.
Ήτανε λίγο μετά από τις εκλογές του 1958, η ΑΥΓΗ είχε καταγγελίες και στοιχεία για την κατάσταση. Έλεγε ότι η νέα κυβέρνηση Καραμανλή συνέχιζε τις διώξεις. Έλεγε ότι είχαν συλληφθεί και εξοριστεί στελέχη, μέλη και οπαδοί της ΕΔΑ, και είχε επεκταθεί σε πολλές περιοχές της χώρας η «πειθαρχημένη διαβίωση» των αδειούχων εξόριστων. Έλεγε ότι άγνωστοι είχανε βάλει φωτιά στα γραφεία της ΕΔΑ σε κάποια πόλη. Και τι δεν έλεγε.
Όλα αυτά δεν τα καταλάβαινα, και μόλις έφυγε ο κουμπάρος άρχισα να ρωτώ επίμονα τους γονείς για να μου εξηγήσουν τι γινόταν. Αντιμετώπισα τρόμο και πανικό. Πάλι φτάσαμε στο γνωστό “Μη ρωτάς, μη μιλάς”. Μόνο που τώρα είχαμε και το επιπλέον “μη διαβάζεις την εφημερίδα του κουμπάρου, θα μας κάψεις”.
Κάπου εκεί άρχισα να “καλλιεργώ” τις σχέσεις μου με τη θρησκεία. Θα ήμουν 8-9 χρονώ όταν πρόσεξα ότι μερικοί συμμαθητές και φίλοι μου δεν κάθονταν μαζί με τους γονείς τους σε κάποιο στασίδι, αλλά κρατούσαν το θυμιατό του παπά, έμπαιναν κι έβγαιναν μαζί του στο ιερό και κάθε τρεις και λίγο φώναζαν διάφορα ακατανόητα. Με δυσκολία κατάλαβα ότι έλεγαν κυρίως “Κύριε ελέησον” και “Σοι κύριε”. Οι γονείς μου μου είπαν ότι αν ήθελα, μπορούσα να πάω κι εγώ στο ιερό. Το μόνο που χρειαζόταν θα ήταν να σηκωθώ δυο ώρες νωρίτερα. Η περιέργειά μου ήτανε τεράστια και η ζήλια μου μεγάλη. Αποφάσισα να το κάνω κι έτσι την επόμενη Κυριακή βρέθηκα κι εγώ στο ιερό. Προσπαθούσα να πω κι εγώ “Κύριε ελέησον” αλλά ο παππάς μου το ξέκοψε άγρια: “Εσύ σκάσε, δεν ξέρεις. Θα κάνεις ότι σου λέει ο Μίμης, αλλιώς φύγε”. Ο Μίμης ήταν ένας μεγαλύτερος από μένα μαθητής και ήταν κάτι σαν αφεντικό μετά το αφεντικό.
Συμφώνησα κι έτσι σε μια στιγμή ο Μίμης -για να “μάθω”- μου δίνει το θυμιατό και μού λέει να το δώσω του παπά που ήτανε εκείνη τη στιγμή έξω από το ιερό. Το παίρνω και με το που βγαίνω από το ιερό συναντώ το άγριο βλέμμα του παπά, έναν απειλητικό ψίθυρο από το εκκλησίασμα μπροστά μου και τα πνιχτά όλο μίσος γέλια του Μίμη πίσω μου. Πάγωσα και προσπαθούσα εναγώνια να καταλάβω τι στραβό είχα κάνει. Αργότερα με το τέλος της λειτουργίας έμαθα από τον ίδιο τον παπά ότι είχα βγεί από την “ωραία πύλη”, έγκλημα ασυγχώρητο. Ο Μίμης φυσικά δεν είχε πει κουβέντα σκόπιμα γιατί ήθελε να με βγάλει από τη μέση, φοβότανε μήπως του φάω τη θέση.
Δεν του έκανα τη χάρη κι έτσι την επόμενη Κυριακή ξύπνησα πάλι νωρίς και ήμουνα από τους πρώτους στο ιερό. Μετά τη λειτουργία είχαμε κάποιο μνημόσυνο. Οι άλλοι πιτσιρικάδες είχανε βαρεθεί και άρχισαν να κάνουνε φασαρία. Σε μια στιγμή βλέπω τον παπά έξαλλο να αρπάζει μια μακριά βέργα και να τους ρημάζει στις ξυλιές. Οι ψάλτες προσπαθούσαν να αποσπάσουν την προσοχή του εκκλησιάσματος από τις φάσεις στο ιερό, οι πιτσιρικάδες κυνηγημένοι από τον εξαγριωμένο παπά να το σκάνε σαν τα ποντίκια από όλες τις πόρτες και το Μίμη ατάραχο να κάνει πονηρά νόημα του παπά προς το μέρος μου. Ο παπάς μανιασμένος μου ρίχνει μια βεργιά κι εκείνη τη στιγμή το αίμα μαζεύτηκε όλο στο κεφάλι μου. Η οργή μου ήταν απερίγραπτη και μη μπορώντας να αντιδράσω έφυγα κι εγώ αγριοκοιτάζοντας και τους δυο τους. Από τότε έκανα πολύν καιρό να ξαναπατήσω στην εκκλησία.
Στα χρόνια του Γυμνασίου και του Λυκείου, μακριά από το χωριό μου πια, κατάλαβα ότι αυτά που είχα ζήσει στην εκκλησία του χωριού ήτανε τρόπος ζωής για τους ρασοφόρους και το περιβάλ­λον τους. Οι θεολόγοι ήτανε οι στυλοβάτες του καθεστώτος, κανείς δεν τολμούσε να πάει κόντρα στο θεολόγο, ούτε κι ο διευθυντής του σχολείου. Ο θεολόγος -πάντα-είχε “πνευματικούς δεσμούς” με κάποιον ρασοφόρο, που είχε στήσει “κατηχητικό” σε κάποιο ναό. Ο ρασοφόρος αυτός ήτανε πάντα “φιλάνθρωπος, μοίραζε το μισθό του στους φτωχούς, είχε μόνο ένα τριμμένο ράσο κλπ κλπ”.
Αυτές οι ιστορίες δεν με ακουμπούσαν, είχα την εμπειρία του παπά του χωριού μου και όλες τις επόμενες που ήτανε παρόμοιες. Ο θεολόγος είχε πάντα τα τσιράκια του-θρήσκους και θρησκόληπτους συμμαθητές- που μοίραζαν τη “Φωνή Κυρίου” ή μια άλλη εμετική εφημερίδα, δεν θυμάμαι το όνομά της.
Στην τελευταία ή προτελευταία τάξη του (εξατάξιου) Γυμνασίου, είχα κολλητό μου το Λεωνίδα που ήτανε θρήσκος. Από τις πολλές ιστορίες που μου έλεγε για κάποιο πρωτοσύγκελο – Σεβαστιανό τον έλεγαν- που είχε έρθει πρόσφατα και ο Λεωνίδας ήταν θαυμαστής του και τακτικός θαμώνας στο κατηχητικό του, αποφάσισα μια φορά κι εγώ να πάω παρέα του.
Ο Σεβαστιανός ήταν περίπου 45άρης. Η φωνή του ήτανε λεπτή και τραγουδιστή. Είχε εκείνο το ύπουλο βλέμμα του τσακαλιού που προσπαθεί να πείσει ότι είναι ακίνδυνο σκυλάκι μέχρι να το εμπιστευτείς και να σου αρπάξει το χέρι. Δεν μου άρεσε καθόλου, αλλά για να μη χάσω την παρέα του Λεωνίδα, ξαναπήγα. Ο Λεωνίδας μου εξήγησε ότι ήταν “ημέρα εξομολογήσεως” κι ότι αν ήθελα να συνεχίσω να πηγαίνω παρέα του, έπρεπε να εξομολογηθώ κι εγώ. Την ήξερα τη διαδικασία, είχα “εξομολογηθεί” μια φορά στο Γυμνάσιο στη Ζάκυνθο, γιατί ο θεολόγος μας είπε ότι ήτανε υποχρεωτικό κι όποιος δεν πήγαινε δεν θα έπαιρνε καλό βαθμό. Αποφάσισα να του κάνω τη χάρη κι έτσι μπήκα στο “ιδιαίτερο” μετά από αυτόν. Δεν παραξενεύτηκα καθόλου όταν είδα ότι ο εξομολογητής ήταν ο Σεβαστιανός, παρά το νεαρόν της ηλικίας του. Χούντα είχαμε και δεν με έπαιρνε για πολλά πολλά. Ο Σεβαστιανός δεν με απογοήτευσε καθόλου. Μπήκε αμέσως στο ψητό, τον έτρωγε η περιέργεια να μάθει αν και κατά πόσον χάϊδευα τα γεννητικά μου όργανα, αν έβλεπα “αμαρτωλά όνειρα”, αν είχα στον ύπνο μου “ρεύσεις” κλπ κλπ. Του είπα αυτά που ήθελε να ακούσει, έφυγα και δεν ξαναπάτησα στο κατηχητικό. Ξέκοψα και με το Λεωνίδα. Μετά από 2-3 χρόνια ο Σεβαστιανός έγινε δεσπότης στην Κόνιτσα και έγινε πασίγνωστος για τα σωβινιστικά του κηρύγματα.
Στο πανεπιστήμιο στα Γιάννενα, υπήρχε όχι ανεξιθρησκεία, αλλά πάντως ένα άλλο κλίμα. Για τέσσερα χρόνια δεν μας ζάλιζε κανένας θεολόγος. Ο Γυμναστής μας μόνο, για να δώσει “υπογραφή” σε όσους δεν είμαστε τακτικοί στο μάθημά του, απαιτούσε να πάμε στην παρέλαση. Που είχε όλο το πακέτο: Παρακολούθηση της δοξολογίας στη Μητρόπολη όπου ο “Σεβασμιότατος” χουντο-Σεραφείμ που αυτοδιαφημιζόταν ως “πρωτοπαλίκαρο του Ζέρβα” χοροστατούσε, μετάβαση στην κεντρική πλατεία και παρέλαση προ των επισήμων.
Ακολούθησε ο στρατός, όπου έμαθα σχετικά νωρίς, ότι αν τυχόν δεν χαιρετούσα τον στρατιωτικό ιερέα, κινδύνευα να με βγάλει στην αναφορά και να φάω φυλακή.
Στο στρατό έμαθα και αρκετές άλλες αλήθειες:
Οι πιο επικίνδυνοι χαφιέδες ήτανε παιδιά του κατηχητικού.
Οι πιο αιμοχαρείς ΕΣΑτζήδες κι αυτοί φανατικοί χριστιανοί.
Στους Μουσουλμάνους της Θράκης δεν έδιναν όπλα. Μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο την ειδικότητα του σαλπιγκτή. Οι μάρτυρες του Ιεχωβά δεν έπαιρναν όπλα, το απαγορεύει η θρησκεία τους.. Αυτοί κάθονταν χρόνια κρατούμενοι στις στρατιωτικές φυλακές. Κάποιοι από αυτούς ήτανε οικογενειάρχες, αλλά την οικογένεια την έβλεπαν μόνο όταν έπαιρναν άδεια από τη φυλακή.
Αργότερα όταν διορίστηκα στο δημόσιο, έμαθα ότι έπρεπε να γράφει “χριστιανός ορθόδοξος” η ταυτότητά μου, αλλιώς υπήρχε ασυμβίβαστο.
Η χούντα είχε καμάρι της να μιλάει για “ελληνοχριστιανικό πολιτισμό”. Μα έλα που δεν γινότανε να αλέσει στον ίδιο μύλο τον Ιουλιανό τον “παραβάτη”, το λάτρη του ελληνισμού με το χριστιανισμό και το χριστιανικό μένος του Θεοδοσίου με την “ανεξιθρησκεία” που υποκρινόταν ότι σεβόταν η πολιτεία.
Για ποια ανεξιθρησκεία μιλάμε, με υποχρεωτική τη βάφτιση των παιδιών, λίγο καιρό μετά τη γέννηση, με τους αντιρρησίες συνείδησης (όπως οι Ιεχωβάδες) στη φυλακή, με τις ρατσιστικές διακρίσεις στους Μουσουλμάνους, με υποχρεωτικό το μάθημα των θρησκευτικών κλπ κλπ.
Στην κοινωνία, μέχρι πρόσφατα, το να δηλώσεις άθεος σου αφαιρεί πόντους και μάλιστα τόσο περισσότερους όσο πιο συντηρητικός είναι ο συνομιλητής σου.

Ο δικός μου αποχαιρετισμός στην πίστη έλαβε χώραν όταν ήμουν 8 ετών.